19Α.-(1) Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξουσιοδοτημένος λειτουργός, που έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα, κατά παράβαση των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (3) και (4) του άρθρου 9Β, του άρθρου 16Α και του άρθρου 19, έχει εξουσία να εκδίδει ειδοποίηση για εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(2) Τα ποσά για εξώδικη ρύθμιση, όπως αυτή αναφέρεται στο εδάφιο (1), δεν υπερβαίνουν τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) και καθορίζονται με Διάταγμα του Υπουργού, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στο οποίο περιέχονται οι βασικές παραβάσεις.
(3) Για σκοπούς εφαρμογής της εξώδικης ρύθμισης, η ειδοποίηση που εκδίδεται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) από τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό-
(α) Kαθορίζει το αδίκημα, το οποίο φέρεται ότι έχει διαπραχθεί, κατά παράβαση συγκεκριμένης διάταξης του παρόντος Νόμου·
(β) παρέχει σε συντομία κάθε στοιχείο του αδικήματος που κρίνεται αναγκαίο για να δικαιολογηθεί ο προβαλλόμενος ισχυρισμός·
(γ) εκθέτει την περίοδο κατά την οποία σύμφωνα με το εδάφιο (4), δεν θα ασκηθεί δίωξη για το αδίκημα·
(δ) παραθέτει το ποσό του εξώδικου προστίμου και αναφέρει ότι, σε περίπτωση που το ποσό αυτό δεν καταβληθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες, αυξάνεται κατά το ήμισυ·
(ε) παραθέτει τη διεύθυνση και τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού, όπου το πρόστιμο δύναται να καταβληθεί.
(4)(α) Μετά την επίδοση της ειδοποίησης δεν ασκείται δίωξη εναντίον του προσώπου στο οποίο επιδόθηκε, εάν δεν παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία της επίδοσής της.
(β) Σε περίπτωση που το πρόσωπο στο οποίο έχει επιδοθεί η ειδοποίηση δεν καταβάλει το εξώδικο πρόστιμο που αναφέρεται σε αυτή μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία της επίδοσής της, το εξώδικο πρόστιμο αυξάνεται κατά το ήμισυ.
(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται με βάση τα εδάφια (1), (2) ή (3), θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκημα.
(6) Με την καταβολή του ποσού κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που το κατέβαλε, στην οποία αναγράφονται τα εξής:
(α) Το όνομα του προσώπου που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα,
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος,
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος,
(δ) το ποσό που καταβλήθηκε.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), σε περίπτωση που το χρηματικό ποσό, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (3) καταβληθεί πριν από την περίοδο τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με την διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού στον Οργανισμό και την έκδοση σχετικής απόδειξης, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, δεν χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το αδίκημα και η προσαγωγή στο Δικαστήριο της απόδειξης που αναφέρεται στο εδάφιο (6) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτή και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(9) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο δεν θεωρείται ως καταδίκη και σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου παρόμοιου αδικήματος, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής: