41.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 5, του εδαφίου (1) του άρθρου 6, του εδαφίου (1) του άρθρου 8, του εδαφίου (3) του άρθρου 10, του εδαφίου (1) του άρθρου 12, του εδαφίου (2) του άρθρου 13, της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) και του εδαφίου (4) του άρθρου 16, του εδαφίου (1) του άρθρου 19, του εδαφίου (9) του άρθρου 20, του εδαφίου (1) του άρθρου 22, του εδαφίου (1) του άρθρου 25, του εδαφίου (2), της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) και της παραγράφου (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 27, του εδαφίου (1) του άρθρου 28, του άρθρου 29, των εδαφίων (1) και (2), των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (3) και του εδαφίου (4) του άρθρου 30 και των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 31, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα έξι χιλιάδες ευρώ (€86.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου με βάση το εδάφιο (1) το δικαστήριο δύναται, εκτός από την ποινή που επιβάλλει, να διατάξει και την πώληση ή την κατ’ άλλο τρόπο διάθεση των κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του φορέα.
(3) Πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος, αν:
(α)σκόπιμα καθυστερεί ή παρεμποδίζει εντεταλμένο επιθεωρητή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξου σιών του δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(β)παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήπο τε αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο που εισήλθε σε υποστατικό μαζί με εντεταλμένο επιθεωρητή, σύμ φωνα με τις παραγράφους (β) και/ ή (γ), του εδαφίου (1), του άρθρου 39, αντίστοιχα, το οποίο παρέχει βοήθεια στον εντεταλμένο επιθεωρητή·
(γ)παραλείπει να συμμορφωθεί προς οδηγία που δίδεται σ' αυτόν από εντεταλμένο επιθεωρητή δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 39·
(δ)παραλείπει να παρουσιάσει μέσα σε εύλογο χρονικό διά στημα οποιοδήποτε αρχείο, βιβλίο, έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή, που απαιτείται να παρουσιάσει δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 39, εκτός αν αποδείξει ότι:
(i) δεν γνώριζε ότι την παρουσίαση την απαιτούσε εντεταλμένος επιθεωρητής, ή
(ii) δεν είχε πρόσβαση στο αρχείο, βιβλίο, έγγραφο ή στοιχείο, ή
(iii) δεν είχε εξουσία να το πάρει·
(ε)ενώ είναι πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις των υπο παραγράφων (i), (ii) και/ ή (iii), της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρ θρου 39, παραλείπει να δώσει, μέσα σε εύλογο χρονικό διά στημα, πληροφορίες που του ζητήθηκαν από εντεταλμένο επιθεωρητή, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο ή δίδει πληροφορίες που είναι αναληθείς ή λανθασμένες ή ατε λείς·
(στ)ενώ είναι ένα από τα πρόσωπα ή εμπίπτει στις κατηγορίες των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 39 παραλείπει, κατόπιν νόμιμης απαίτησης εντεταλμένου επιθεωρητή, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα -
(i) να παράσχει στον εντεταλμένο επιθεωρητή ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο που εισήλθε σε υποστατικό μαζί του, ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος αυτών, και/ ή
(ii) να θέσει στη διάθεση του εντεταλμένου επιθεωρητή ή οποιουδήπο τε προσώπου, το οποίο εισήλθε σε υποστατικό μαζί του, οποιαδήποτε μέσα για τη διε ξαγωγή δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων,
νοουμένου ότι, σε κάθε περίπτωση, έχει την εξουσία να το πράξει και ότι τα μέσα που αναφέρονται στην υποπαρά γραφο (ii) της παραγράφου (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 39 είναι ευλόγως διαθέσι μα·
(ζ)εν γνώσει του παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί αρχείο, βιβλίο, έγγραφο ή άλλο στοιχείο που έχει πλαστογραφηθεί ή είναι ψευδές σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο·
(η)προσποιείται ψευδώς ότι είναι εντεταλμένος επιθεωρητής·
(θ)εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή καταχώρηση σε κατάλογο, βιβλίο, ειδοποίηση, πιστοποιητικό ή έγγραφο που απαιτεί ται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(ι)εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή δήλωση ή υπογράφει ψευδή δήλωση που απαιτείται από τον παρόντα Νόμο· και/ ή
(ια)εν γνώσει του κάνει χρήση τέτοιας ψευδούς καταχώρισης ή δήλωσης, όπως αναφέρονται στις υποπαραγράφους (θ) και (ι) πιο πάνω.
(4) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα που προβλέπεται στο εδάφιο (3), αυτό υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.