10. Πρόσωπο, το οποίο, αυτοπροσώπως ή δια υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου του, παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις -
(α)των παραγράφων 1, 2, 3 και 6 του άρθρου 3 του κανονισμού ΕΚ/842/2006,
(β)του άρθρου 4 του κανονισμού ΕΚ/842/2006,
(γ)της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του κανονισμού ΕΚ/842/2006,
(δ)της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του κανονισμού ΕΚ/842/2006,
(ε)του άρθρου 8 του κανονισμού ΕΚ/842/2006,
(στ)της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του κανονισμού ΕΚ/842/2006,
(ζ)των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του κανονισμού ΕΚ/1494/2007,
(η)του άρθρου 3 του κανονισμού ΕΚ/1494/2007,
(θ)της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του κανονισμού ΕΚ/1494/2007,
(ι)των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6 και 7 του κανονισμού ΕΚ/1497/2007,
(ια)των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10 του κανονισμού ΕΚ/1516/2007, και
(ιβ)του εδαφίου (1) του άρθρου 4, του εδαφίου (1) του άρθρου 5 και του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα οκτώ χιλιάδες ευρώ (€8.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.