ΕΠΕΙΔΗ το Άρθρο 17 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας προστατεύει το δικαίωμα σεβασμού και διασφάλισης του απορρήτου της αλληλογραφίας και κάθε άλλης μορφής επικοινωνίας κάθε προσώπου που διεξάγεται με μη απαγορευμένα από το νόμο μέσα,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, παρά μόνο στις περιπτώσεις προσώπων που τελούν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση ή σε σχέση με την επαγγελματική αλληλογραφία και επικοινωνία πτωχευσάντων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κανένας δεν έχει το δικαίωμα, εκτός αν παρέχεται σ’ αυτόν εξουσιοδότηση από το νόμο για τους σκοπούς που ορίζει το Σύνταγμα, να εποπτεύει ή να διεισδύει στις επικοινωνίες μεταξύ των πολιτών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ αποκλείεται η προσαγωγή οποιασδήποτε μαρτυρίας αποτελεί μέρος του περιεχομένου τηλεφωνικής επικοινωνίας,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρίνεται αναγκαίο να καταστεί δυνατή η επέμβαση, όταν τούτο είναι απαραίτητο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, όπως και για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ το Άρθρο 17 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος τα οποία δεν μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, λόγω της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής και των εξαιρετικών συνθηκών που επικρατούν στην Κύπρο ως αποτέλεσμα αυτής, οι Τουρκοκύπριοι δε συμμετέχουν στην εκλογή και λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί τη διατήρηση της εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων να τροποποιεί μη θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος,
Γι’ αυτό η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: