17.-(1) Ασφαλισμένος λογίζεται ότι έχει ασφαλιστέες αποδοχές για τις οποίες, όμως, δεν έχει υποχρέωση για καταβολή εισφορών -
(α) για κάθε περίοδο που αρχίζει κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών, μέσα στο οποίο συμπλήρωσε το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, κατά την οποία αυτός τυγχάνει τακτικής εκπαίδευσης ή μαθητείας που εγκρίνει ο Διευθυντής, σε καμιά, όμως, περίπτωση για περίοδο πριν από τις 5 Οκτωβρίου 1964∙
(β) για κάθε περίοδο που αρχίζει την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών του αμέσως προηγούμενου εκείνου, μέσα στο οποίο κατέστη ασφαλισμένος και λήγει την τελευταία ημέρα της περιόδου εισφοράς πριν από αυτή, μέσα στην οποία κατέστη ασφαλισμένος∙
(γ) για κάθε ημέρα, κατά την οποία δικαιούται επίδομα ασθενείας, ανεργίας, μητρότητας ή σωματικής βλάβης∙
(δ) για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δικαιούται σύνταξη ανικανότητας∙
(ε) για κάθε ημέρα που είναι γι’ αυτόν ημέρα ανικανότητας για εργασία ή ανεργίας, εάν ασκεί συνήθως ασφαλιστέα απασχόληση, όπως αυτή ορίζεται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα και κερδίζει συνήθως τα προς το ζην από τέτοια απασχόληση∙
(στ) για κάθε ημέρα ανικανότητας για εργασία που αποτελεί τμήμα περιόδου διακοπής απασχόλησης, το οποίο έπεται της εξάντλησης του δικαιώματός του για επίδομα ασθενείας, εάν ασκεί συνήθως ασφαλιστέα απασχόληση, όπως αυτή καθορίζεται στο Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα και κερδίζει συνήθως τα προς το ζην από τέτοια απασχόληση:
Νοείται ότι, η συνολική περίοδος για την οποία ασφαλισμένος λογίζεται ότι έχει ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει των παραγράφων (ε) και/ή (στ), δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών σε κάθε περίοδο διακοπής απασχόλησης∙
(ζ) για κάθε περίοδο κατά την οποία απουσιάζει από την εργασία του με γονική άδεια.
(2) Ασφαλισμένος, ο οποίος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 40 ή σύνταξη γήρατος σύμφωνα με το άρθρο 36, ή ο οποίος πέθανε πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών (63) ετών και ο θάνατός του παρέχει δικαίωμα για περιοδική παροχή, λογίζεται ότι έχει συμπληρωματική ασφάλιση για κάθε εβδομάδα από τον ουσιώδη χρόνο, μέχρι και την ημερομηνία που θα συμπληρώσει ή θα συμπλήρωνε, ανάλογα με την περίπτωση, την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών:
Νοείται ότι, το άθροισμα των ασφαλιστέων αποδοχών που λογίζεται ότι έχει ο ασφαλισμένος με βάση το παρόν εδάφιο και των πραγματικών ή εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου στη συμπληρωματική ασφάλιση, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μεγαλύτερο από το γινόμενο της διαφοράς μεταξύ του ετήσιου ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και του ετήσιου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί τον αριθμό σαράντα (40).
(3) Ασφαλισμένη, η οποία γεννήθηκε κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 1930, λογίζεται ότι έχει ασφαλιστέες αποδοχές για κάθε εβδομάδα εισφορών, που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα των πρώτων δώδεκα (12) ετών της ηλικίας κάθε τέκνου της, εφόσον για την ίδια εβδομάδα δεν έχει ούτε πραγματικές ούτε εξομοιούμενες αποδοχές δυνάμει άλλης διάταξης του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι, ο αριθμός των εβδομάδων, για τις οποίες η ασφαλισμένη λογίζεται ότι έχει ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει του παρόντος εδαφίου, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα έξι (156) αναφορικά με κάθε τέκνο της.