10.-(1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη σύμβαση ή συμφωνία, ο εργοδότης δεν δικαιούται να διεκδικεί ή παρακρατεί από τις αποδοχές μισθωτού, τον οποίο απασχολεί, το ποσό της εισφοράς που ο εν λόγω εργοδότης οφείλει να καταβάλει για τον εν λόγω μισθωτό.
(2) Εργοδότης, ο οποίος παρακρατεί ή αποπειράται να παρακρατήσει από τις αποδοχές μισθωτού το ποσό της εισφοράς που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια ευρώ (€1.300,00).
(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη νόμου, σύμβαση ή συμφωνία, το ποσό της εισφοράς που οφείλει να καταβάλει ο μισθωτός, μπορεί να διεκδικείται ή παρακρατείται από τον εργοδότη μόνο από τις οφειλόμενες στο μισθωτό αποδοχές, για την περίοδο για την οποία είναι καταβλητέα η εν λόγω εισφορά.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο εργοδότης μαθητευομένου δεν δικαιούται να διεκδικεί ή παρακρατεί την εισφορά του μαθητευομένου, η οποία αναλογεί στη διαφορά μεταξύ του πραγματικού ποσού των αποδοχών του και του ποσού των αποδοχών που ο μαθητευόμενος λογίζεται ότι λαμβάνει σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 5.
(5) Στην περίπτωση μισθωτού για τον οποίο εφαρμόζεται το εδάφιο (4) του άρθρου 5, η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας είναι υπόχρεη να καταβάλλει τόσο την εισφορά που οφείλει ως εργοδότης, όσο και την εισφορά που οφείλει ο μισθωτός, με την επιφύλαξη ότι δύναται με Κανονισμούς να γίνει πρόβλεψη για παρακράτηση ολόκληρης ή μέρους της εισφοράς του μισθωτού από τις αποδοχές του.