19.-(1) Οι πραγματικές και εξομοιούμενες ασφαλιστέες αποδοχές του ασφαλισμένου σε κάθε έτος εισφορών μετατρέπονται σε ασφαλιστικές μονάδες αφού διαιρεθούν διά του ποσού των ετήσιων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών που ορίστηκε για το εν λόγω έτος και στρογγυλευτεί το πηλίκο της διαίρεσης στο πλησιέστερο εκατοστό:
Νοείται ότι, ο αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων για το έτος εισφορών 1981, ο οποίος προέκυψε από πραγματικές ασφαλιστέες αποδοχές, αναπροσαρμόζεται με τον πολλαπλασιασμό του επί τον αριθμό 0,8.
(2) Οι εισφορές που πληρώθηκαν ή πιστώθηκαν αναφορικά με ασφαλισμένο πριν από τις 6 Οκτωβρίου 1980, μετατρέπονται σε ασφαλιστικές μονάδες, αφού πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των εβδομάδων εισφορών για τις οποίες πληρώθηκαν ή πιστώθηκαν οι εν λόγω εισφορές, επί τον αριθμό 0,02:
Νοείται ότι, ο αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων που προκύπτει δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του αριθμού των ετών στην περίοδο πριν από την 6η Οκτωβρίου 1980, που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(3) Η πρώτη από τις ασφαλιστικές μονάδες, όπως υπολογίζονται για κάθε έτος εισφορών σύμφωνα με το εδάφιο (1), αποτελεί τη βασική ασφάλιση και οποιοσδήποτε αριθμός μονάδων πέραν της μιας μονάδας αποτελεί τη συμπληρωματική ασφάλιση του ασφαλισμένου:
Νοείται ότι, όταν η περίοδος που λαμβάνεται υπόψη είναι μικρότερη του ενός έτους εισφορών, η αντίστοιχη βασική ασφάλιση μειώνεται ανάλογα με τη σχέση των εβδομάδων εισφορών στην περίοδο αυτή προς τον αριθμό πενήντα δύο (52).
(4) Οι ασφαλιστικές μονάδες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), προσμετρούν μόνο ως βασική ασφάλιση.