40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας, εάν -
(α) ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του∙
(β) σ’ αυτήν την περίοδο της διακοπής της απασχόλησής του αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος προς εργασία∙
(γ) δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται σύνταξη γήρατος δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών∙ και
(δ) ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 79, η σύνταξη ανικανότητας καταβάλλεται από τον ουσιώδη χρόνο, ενόσω ο ασφαλισμένος παραμένει μόνιμα ανίκανος προς εργασία και δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται σύνταξη, δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών.
(3) Κάθε πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη ανικανότητας ή το οποίο υπέβαλε αίτηση για τέτοια σύνταξη οφείλει να συμμορφώνεται με κάθε οδηγία που εκδίδει ο Διευθυντής, με την οποία καλείται να-
(α) υποβληθεί σε ιατρική εξέταση ή επανεξέταση,
(β) υποβληθεί σε ιατρική περίθαλψη, η οποία θεωρείται κατάλληλη για την περίπτωσή του από το θεράποντα ιατρό του ή άλλο ιατρό, στον οποίο παραπέμφθηκε από το Διευθυντή,
(γ) συμμετάσχει σε οποιαδήποτε μαθητεία επαγγελματικής εκπαίδευσης ή αναπροσαρμογής κατ’ εντολήν του Διευθυντή.
(4) Πρόσωπο εκπίπτει από το δικαίωμα για λήψη σύνταξης ανικανότητας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις έξι (6) εβδομάδες, εάν χωρίς εύλογη αιτία, παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε οδηγία που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (3):
Νοείται ότι, το ήμισυ του ποσού της σύνταξης ανικανότητας που θα καταβαλλόταν στο εν λόγω πρόσωπο για το διάστημα αυτό, καταβάλλεται στους εξαρτωμένους του.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «ανίκανος προς εργασία», θεωρείται ο ασφαλισμένος, όταν λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, η οποία άρχισε ή επιδεινώθηκε ουσιωδώς μετά την ασφάλισή του, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησής του, πέραν από το ένα τρίτο ή, εάν πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας μεταξύ εξήντα (60) και εξήντα τριών (63) ετών, πέραν από το ένα δεύτερο, του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης.