Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά-

«αιτητής» σημαίνει πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση για παροχή, δυνάμει του παρόντος Νόμου.

«αμελητέες αποδοχές» σημαίνει αποδοχές μισθωτού το ποσό των οποίων είναι χαμηλότερο του καθορισμένου εβδομαδιαίου ή μηνιαίου ποσού, ανάλογα με την περίπτωση, και ο όρος «αμελητέες» θα ερμηνεύεται ανάλογα∙

«αναπηρία» σημαίνει απώλεια υγείας, δυνάμεων ή της ικανότητας για απόλαυση της ζωής∙

«ανήλικος» σημαίνει –

(α) πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του∙

(β) αρσενικό άγαμο πρόσωπο, μεταξύ δεκαπέντε (15) και είκοσι πέντε (25) ετών που τυγχάνει τακτικής εκπαίδευσης ή μαθητείας εγκεκριμένης από το Διευθυντή ή βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως του 2008, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

(γ) θηλυκό άγαμο πρόσωπο, μεταξύ δεκαπέντε (15) και είκοσι τριών (23) ετών που τυγχάνει τακτικής εκπαίδευσης ή μαθητείας εγκεκριμένης από το Διευθυντή∙

(δ) άγαμο πρόσωπο που, αν και έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, στερείται μόνιμα της ικανότητας για αυτοσυντήρηση∙

«ανίκανος προς εργασία» σημαίνει ασφαλισμένο, που λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, δεν δύναται να απασχοληθεί στο επάγγελμα το οποίο συνήθως ασκούσε και ο όρος «ανικανότητα προς εργασία» θα ερμηνεύεται ανάλογα∙

«ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών» σημαίνει το καθορισμένο ανώτατο ποσό αποδοχών μέχρι το οποίο οι αποδοχές ασφαλισμένου λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς καταβολής εισφορών∙

«αποδοχές» –

(i) σε σχέση με μισθωτό, περιλαμβάνει κάθε χρηματική αντιμισθία από την απασχόλησή του και κάθε κέρδος από την απασχόληση αυτή δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, καθώς και την εισφορά του εργοδότη για το μισθωτό αυτό στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, που ιδρύθηκε δυνάμει των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμων του 1967 έως του 2005, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, με εξαίρεση τις έκτακτες προμήθειες και χαριστικές (ex-gratia) πληρωμές∙

(ii) σε σχέση με αυτοτελώς εργαζόμενο, περιλαμβάνει κάθε κέρδος και όφελος από την απασχόλησή του και

(iii) σε σχέση με προαιρετικά ασφαλισμένο, σημαίνει τις ασφαλιστέες αποδοχές που ο ίδιος επιλέγει δυνάμει του άρθρου 15∙

«ασφαλισμένος» σημαίνει πρόσωπο ασφαλισμένο δυνάμει του παρόντος Νόμου και σε περίπτωση που ο όρος αυτός αναφέρεται σε σχέση με οποιαδήποτε παροχή, σημαίνει πρόσωπο, το οποίο κατέβαλε ή πρόσωπο υπέρ του οποίου καταβλήθηκαν εισφορές που λαμβάνονται υπόψη για την παροχή αυτή∙

«ασφαλιστέα απασχόληση» σημαίνει, τηρουμένων των διατάξεων του «Κανονισμού (ΕΚ) 1408/71, οποιαδήποτε από τις απασχολήσεις που καθορίζονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα ή στο Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα, εκτός εάν αυτή είναι μια από τις εξαιρούμενες απασχολήσεις που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Πίνακα ή στο Μέρος ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα∙

«ασφαλιστέες αποδοχές» σημαίνει το ποσό των αποδοχών του ασφαλισμένου αναφορικά με το οποίο είναι καταβλητέες εισφορές∙

«ασφαλιστικές μονάδες» σημαίνει το αποτέλεσμα που προκύπτει από τη μετατροπή των πραγματικών και εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών, σε ασφαλιστικές μονάδες, σύμφωνα με το άρθρο 19∙

«αυτοτελώς εργαζόμενος» σημαίνει πρόσωπο που ασκεί οποιαδήποτε ασφαλιστέα απασχόληση οριζόμενη στο Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα, εκτός εάν αυτή είναι εξαιρούμενη απασχόληση σύμφωνα με το Μέρος ΙΙ του εν λόγω Πίνακα∙

«βασική ασφάλιση» σημαίνει τη βασική ασφάλιση, όπως ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 19∙

«βασικές ασφαλιστέες αποδοχές» σημαίνει το ποσό ασφαλιστέων αποδοχών, το οποίο ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 20∙

«γονική άδεια» σημαίνει γονική άδεια που εξασφαλίζεται δυνάμει των περί Γονικής Άδειας και Άδειας για Λόγους Ανωτέρας Βίας Νόμων του 2002 και 2007, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων∙

«δικαιούχος», σε σχέση με οποιαδήποτε παροχή, σημαίνει το πρόσωπο που δικαιούται την παροχή αυτή∙

«εβδομαδιαία αξία», σε σχέση με ασφαλιστική μονάδα, σημαίνει την αποτίμησή της σε ασφαλιστέες αποδοχές, με βάση το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών∙

«ειδικός ιατρός» σημαίνει ιατρό που αναγνωρίζεται ως ειδικός, σύμφωνα με τους περί Εγγραφής Ιατρών Νόμους, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται ∙

«εισφορά» σημαίνει την καταβλητέα, δυνάμει του παρόντος Νόμου, στο Ταμείο εισφορά∙

«εξαρτώμενος» σημαίνει το πρόσωπο για το οποίο καταβάλλεται αύξηση παροχής δυνάμει του άρθρου 62∙

«εξομοιούμενες ασφαλιστέες αποδοχές» σημαίνει αποδοχές, οι οποίες λογίζονται ως ασφαλιστέες αποδοχές, σύμφωνα με το άρθρο 18 και ο όρος «εξομοιούμενη ασφάλιση» θα ερμηνεύεται ανάλογα∙

«επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων» σημαίνει οποιοδήποτε σχέδιο ή διευθέτηση που εφαρμόζεται από ένα ή περισσότερους εργοδότες ή εκ μέρους των και που προβλέπει για την καταβολή συντάξεων σε σχέση με την απασχόληση μισθωτού, σε περίπτωση αφυπηρέτησης ή θανάτου∙

«εργατική διαφορά» σημαίνει διαφορά που αναφύεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ή μεταξύ μισθωτών, σε σχέση με την απασχόληση ή μη απασχόληση, τους όρους ή τις συνθήκες απασχόλησης οποιωνδήποτε προσώπων που βρίσκονται στην υπηρεσία είτε του εργοδότη με τον οποίο προέκυψε η διαφορά είτε στην υπηρεσία άλλου εργοδότη∙

«εργοδότης» περιλαμβάνει και την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας∙

«έτος εισφορών» για τους μισθωτούς, των οποίων οι αποδοχές καθορίζονται πάνω σε μηνιαία βάση, σημαίνει ημερολογιακό έτος και για τους υπόλοιπους ασφαλισμένους σημαίνει περίοδο πενήντα δύο (52) ή πενήντα τριών (53) εβδομάδων, που αρχίζει την πρώτη Δευτέρα κάθε έτους και λήγει την Κυριακή πριν από την πρώτη Δευτέρα του επόμενου έτους:

Νοείται ότι, η περίοδος από 6 Οκτωβρίου 1980 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1981 ή μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 1982, ανάλογα με τη βάση υπολογισμού των αποδοχών του ασφαλισμένου, λογίζεται ως ένα έτος εισφορών∙

«έτος παροχών» σημαίνει την περίοδο που αρχίζει την πρώτη Δευτέρα του Ιουλίου κάθε έτους και λήγει την Κυριακή πριν από την πρώτη Δευτέρα του Ιουλίου του επόμενου έτους∙

«Ευρωπαϊκή Ένωση» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή Περιφερειών, τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Γραφείο Ευρεσιτεχνίας, καθώς και οποιοδήποτε οργανισμό ή γραφείο ή θεσμό εγκαθιδρύθηκε ή θα εγκαθιδρυθεί στο μέλλον δυνάμει της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δυνάμει οποιασδήποτε κοινοτικής πράξης, του οποίου ο κανονισμός γα την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων περιλαμβάνει ή θα περιλαμβάνει ταυτόσημες ή ανάλογες διατάξεις με αυτές του ΄Αρθρου 11 και του Παραρτήματος VIII του Κανονισμού της Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«ημέρα διακοπής της απασχόλησης» σημαίνει ημέρα ανικανότητας προς εργασία ή ημέρα ανεργίας∙

«ημερήσιο ύψος», σε σχέση με περιοδική παροχή, σημαίνει το ένα έκτο του εβδομαδιαίου ύψους της παροχής αυτής∙

«ιατροφαρμακευτική περίθαλψη» σημαίνει ιατρική περίθαλψη, χειρουργική επέμβαση και θεραπεία προς αποκατάσταση της υγείας και περιλαμβάνει θεραπείες οποιασδήποτε φύσης, δίαιτες ή άλλες θεραπευτικές αγωγές, καθώς και φαρμακευτική περίθαλψη∙

«ιατρός» σημαίνει ιατρό εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου∙

«καθορισμένος» σημαίνει καθορισμένο με Κανονισμούς∙

«Κανονισμοί» σημαίνει Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1408/71» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αρ. 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως αυτός τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αρ. 31 και τον Κανονισμό (EURATOM) αρ. 11 περί καθορισμού του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ατομικής Ενέργειας, όπως αυτοί τροποποιήθηκαν τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 160/2009 του Συμβουλίου της 23ης Φεβρουαρίου 2009 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται καθώς και οποιοδήποτε άλλο κανονισμό που αφορά στην Υπηρεσιακή Κατάσταση των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια του παρόντος Νόμου∙

«κοινωνική σύνταξη» σημαίνει τη σύνταξη που χορηγείται δυνάμει των περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης Νόμων του 1995 μέχρι 2005, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ελβετία∙

«μήνας εισφορών», σε σχέση με μισθωτό του οποίου οι αποδοχές καθορίζονται πάνω σε μηνιαία βάση, σημαίνει τον ημερολογιακό μήνα και για τους υπόλοιπους ασφαλισμένους σημαίνει περίοδο τεσσάρων (4) ή πέντε (5) εβδομάδων, που αρχίζει μέσα σε κάθε ημερολογιακό μήνα∙

«μισθωτός» σημαίνει πρόσωπο που ασκεί οποιαδήποτε ασφαλιστέα απασχόληση καθοριζόμενη στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα, αλλά οι κληρικοί δεν θεωρούνται μισθωτοί για τους σκοπούς των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμων του 1967 έως 2005, των περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμων του 1967 έως (Αρ. 2) του 2003, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, των περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμων του 1999 έως του 2007 και των περί Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής Νόμων του 2002 και 2003, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

«μόνος γονέας» σημαίνει γονέα άγαμο, χήρο ή διαζευγμένο, ανεξαρτήτως φύλου∙

«νόμος που καταργήθηκε» σημαίνει τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους που καταργούνται από τον παρόντα Νόμο∙

«ουσιώδης χρόνος», σε σχέση με οποιαδήποτε παροχή, σημαίνει την πρώτη ημέρα από την οποία ένα πρόσωπο θα δικαιούταν την παροχή, εάν υπέβαλλε αίτηση μέσα στην καθορισμένη για την παροχή αυτή προθεσμία∙

«παροχή» σημαίνει παροχή που καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

«περίοδος αναφοράς» σε σχέση με ασφαλισμένο σημαίνει την περίοδο που αρχίζει στις 5 Οκτωβρίου 1964 ή εάν ο ασφαλισμένος συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαέξι (16) ετών μετά τις 3 Οκτωβρίου 1965, την περίοδο που αρχίζει την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών μέσα στο οποίο συμπλήρωσε την ηλικία αυτή και λήγει την τελευταία εβδομάδα πριν από εκείνη η οποία περιλαμβάνει τον ουσιώδη χρόνο και σε περίπτωση ασφαλισμένου αναφορικά με τον οποίο τυγχάνει εφαρμογής το εδάφιο (5) του άρθρου 24, η ανωτέρω περίοδος αρχίζει στις 7 Ιανουαρίου 1957 ή την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών μέσα στο οποίο ασφαλισμένος συμπλήρωσε το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, οποιαδήποτε από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη∙

«περίοδος ασφάλισης» σημαίνει περίοδο πραγματικής ή εξομοιούμενης ασφάλισης∙

«περίοδος διακοπής της απασχόλησης» σημαίνει οποιεσδήποτε δύο ημέρες διακοπής της απασχόλησης, συναπτές ή μη, που εμπίπτουν σε μια περίοδο έξι (6) συναπτών ημερών και οποιεσδήποτε τέτοιες περιόδους διακοπής της απασχόλησης μεταξύ των οποίων δεν παρεμβάλλεται χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δεκατριών (13) εβδομάδων απασχόλησης∙

«περίοδος εισφοράς», σε σχέση με μισθωτό, του οποίου οι αποδοχές καθορίζονται πάνω σε μηνιαία βάση, σημαίνει τον ημερολογιακό μήνα και σε σχέση με τους υπόλοιπους ασφαλισμένους σημαίνει την ημερολογιακή εβδομάδα∙

«πραγματικές ασφαλιστέες αποδοχές» σημαίνει ασφαλιστέες αποδοχές αναφορικά με τις οποίες έχουν καταβληθεί εισφορές και ο όρος «πραγματική ασφάλιση» θα ερμηνεύεται ανάλογα∙

«συμπληρωματική ασφάλιση» σημαίνει τη συμπληρωματική ασφάλιση, όπως ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 19∙

«συντάξιμη ηλικία» σημαίνει την ηλικία των εξήντα πέντε (65) ετών, σε περίπτωση όμως προσώπου που δικαιούται σύνταξη γήρατος με βάση το άρθρο 36, σημαίνει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών και αυτή αναπροσαρμόζεται από το 2018, με τρόπο που θα καθορίζεται με Κανονισμούς, κάθε πέντε (5) χρόνια με βάση τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής κατά τη συντάξιμη ηλικία, με πρώτη αναπροσαρμογή που θα αντιστοιχεί στη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής της πενταετίας 2018 μέχρι 2023∙

«συντάξιμος κρατικός υπάλληλος» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει συντάξιμη θέση δυνάμει των διατάξεων των περί Συντάξεων Νόμων του 1997 έως του 2010, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

«σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις», σε σχέση με οποιαδήποτε παροχή σημαίνει τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις που ορίζονται για την παροχή αυτή στον Τρίτο Πίνακα∙

«σχετική απώλεια ικανότητας» σημαίνει την ολική ή μερική απώλεια της συνήθους χρήσης οργάνων ή μερών του σώματος ή την ως συνέπεια αυτής καταστροφή ή βλάβη των ψυχικών ή πνευματικών λειτουργιών∙

«σχετικό έτος εισφορών» σε σχέση με παροχή, σημαίνει το τελευταίο έτος εισφορών πριν από το έτος παροχών που περιλαμβάνει την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να ικανοποιούνται οι σχετικές με την παροχή ασφαλιστικές προϋποθέσεις∙

«Ταμείο» σημαίνει το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 73∙

«ταμείο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμους του 2006 και 2007, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

«Ταμείο προνοίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Ταμείων Προνοίας Νόμους του 1981 μέχρι του 2005, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

«τέκνο» περιλαμβάνει και προγονό, εξώγαμο τέκνο και τέκνο που υιοθετήθηκε κατά τρόπο που αναγνωρίζεται από το δίκαιο και οι όροι «γονέας», «μητέρα» και «πατέρας» θα ερμηνεύονται ανάλογα∙

«τοκετός» σημαίνει τοκετό που απολήγει στη γέννηση ζωντανού τέκνου, ή τοκετό ύστερα από τη συμπλήρωση είκοσι οκτώ (28) εβδομάδων κυοφορίας που απολήγει στη γέννηση ζωντανού ή νεκρού τέκνου∙

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος∙

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, πρόσωπο θεωρείται ότι-

(α) είναι πάνω από οποιαδήποτε ηλικία, εάν έχει συμπληρώσει την ηλικία αυτή,

(β) είναι μεταξύ δύο ηλικιών, εάν έχει συμπληρώσει τη μικρότερη ηλικία, όχι όμως και τη μεγαλύτερη,

(γ) δεν έχει συμπληρώσει ορισμένη ηλικία, μέχρι την αντίστοιχη επέτειο των γενεθλίων του.