117.-(1) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 116 ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τους όρους άδειας που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 116, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Σε περίπτωση καταδίκης προσώπου για αδίκημα λόγω παράβασης της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 116, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως κατεδαφιστεί ή καταστραφεί οποιαδήποτε κατασκευή που ανεγέρθηκε ή οποιαδήποτε μετατροπή ή επιδιόρθωση σε κατασκευή που έγινε, χωρίς άδεια ή κατά παρέκκλιση από τους όρους ή περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην άδεια και όπως, σε περίπτωση μετατροπής ή επιδιόρθωσης, επαναφερθεί η κατασκευή σε κατάσταση η οποία να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των όρων της άδειας σύμφωνα με την οποία ανεγέρθηκε η κατασκευή ή σε περίπτωση που δεν απαιτείτο τέτοια άδεια κατά το χρόνο ανέγερσης της κατασκευής, όπως επαναφερθεί η κατασκευή στην κατάσταση στην οποία ευρίσκετο πριν από την παράνομη μετατροπή ή επιδιόρθωσή της, με έξοδα του προσώπου που καταδικάστηκε, εντός τέτοιας περιόδου όπως καθορίζεται στη διαταγή του Δικαστηρίου, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες, εκτός αν χορηγηθεί ή ληφθεί στο μεταξύ η άδεια ή η γραπτή συγκατάθεση του Διευθυντή:
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), σε ποινική δίωξη για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση του άρθρου 116, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση καταδίκης, επιπλέον οποιασδήποτε ποινής την οποία δύναται να επιβάλει, να διατάξει-
(α) την περισυλλογή των αντικειμένων, αχρήστων υλικών ή άλλων σκυβάλων που τοποθετήθηκαν ή απερρίφθησαν, με έξοδα του προσώπου που καταδικάστηκε,
(β) τη δήμευση οποιουδήποτε οχήματος, μηχανήματος ή άλλου αντικειμένου χρησιμοποιηθέντος για τη διάπραξη του αδικήματος, και
(γ) την καταβολή αποζημιώσεων για οποιαδήποτε ζημιά που προκλήθηκε ως αποτέλεσμα του αδικήματος.
(4) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2) ή του εδαφίου (3) παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με το διάταγμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να εξουσιοδοτήσει το Διευθυντή να εκτελέσει το διάταγμα. Οποιαδήποτε έξοδα προκύψουν από την εκτέλεση του διατάγματος αυτού καταβάλλονται στο Διευθυντή από το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα και τα έξοδα αυτά θεωρούνται ότι αποτελούν ποινή κατά την έννοια του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η καταβολή αυτών εκτελείται ανάλογα.
(5) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2) ή του εδαφίου (3) και το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με το διάταγμα αυτό, ανεξάρτητα αν ο Διευθυντής έχει προβεί στην εκτέλεση του διατάγματος αυτού ή όχι, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(6) Πρόσωπο το οποίο παρακωλύει ή εμποδίζει οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το Διευθυντή να εκτελέσει οποιοδήποτε διάταγμα που εκδόθηκε από το Δικαστήριο δυνάμει του εδαφίου (2) ή του εδαφίου (3) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια εφτακόσια ευρώ (€1.700) ή και στις δύο αυτές ποινές.