13.-(1) Ο Επίτροπος εξετάζει τα παράπονα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του, σύμφωνα με τις Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21.
(2) Σε περίπτωση που, μετά την υποβολή παραπόνου προς τον Επίτροπο, ο καταναλωτής καταχωρίσει αγωγή με αντικείμενο το ίδιο με αυτό του παραπόνου που είχε υποβάλει εναντίον της χρηματοοικονομικής επιχείρησης, τότε αυθημερόν ειδοποιεί τον Επίτροπο για την ενέργεια αυτή:
Νοείται ότι, με τη λήψη της πιο πάνω ειδοποίησης ή της με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ενημέρωσής του για την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, ο Επίτροπος τερματίζει τη διαδικασία εξέτασης του παραπόνου και ειδοποιεί σχετικά τη χρηματοοικονομική επιχείρηση.
Νοείται περαιτέρω ότι, για τις περιπτώσεις υποβολής παραπόνου από επιλέξιμο οφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1Β) του άρθρου 9, ο εν λόγω οφειλέτης δύναται να ζητήσει από τον Επίτροπο να μην τερματίσει τη διαδικασία και να εξετάσει το παράπονο πριν από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση του παραπόνου, όπου είναι δυνατό και σε τέτοια περίπτωση, ο επιλέξιμος οφειλέτης ενημερώνει σχετικά το Δικαστήριο σε οποιαδήποτε εκκρεμούσα διαδικασία.
(3) Σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα στο παράπονο μέρη καταλήξουν σε διευθέτηση της μεταξύ τους διαφοράς, οφείλουν να ειδοποιήσουν προς τούτο τον Επίτροπο, παρέχοντας λεπτομέρειες της συμφωνίας που επήλθε:
Νοείται ότι, με τη λήψη όλων των ειδοποιήσεων, ο Επίτροπος τερματίζει τη διαδικασία εξέτασης του παραπόνου εφόσον βεβαιωθεί ότι τυχόν ποσό αποζημίωσης που έχει συμφωνηθεί, μεταξύ των εμπλεκομένων στο παράπονο, μερών έχει καταβληθεί στον καταναλωτή.