14Β.(1) Στις περιπτώσεις διαδικασιών αναδιάρθρωσης πιστωτικών διευκολύνσεων χρεωστών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14Α όπου εφαρμόζεται και στην Οδηγία Διαχείρισης Καθυστερήσεων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Μέρους:
(2) (α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε εν ισχύι Νόμου, αδειοδοτημένο ίδρυμα ή αγοραστής πιστώσεων δε δύναται να κινήσει δικαστική διαδικασία ή τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου ή τη διαδικασία πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου με πλειστηριασμό σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου ή τη διαδικασία λήψης της κατοχής ή πώλησης ακινήτου που αποτελεί αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης, εναντίον χρεώστη, για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από πιστωτική διευκόλυνση, πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν Μέρος ή πριν παρέλθει το χρονικό περιθώριο που προβλέπεται στο εδάφιο (10) του άρθρου 14Γ, οποιοδήποτε από τα δύο επέλθει νωρίτερα και όπου εφαρμόζεται στην Οδηγία Διαχείρισης Καθυστερήσεων, εκτός εάν ο χρεώστης δεν ασκήσει οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δικαιώματά του, εντός της καθοριζόμενης προθεσμίας.
(β) Η περίοδος, κατά την οποία εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο παρόν Μέρος και όπου εφαρμόζεται και στην Οδηγία Διαχείρισης Καθυστερήσεων, ανάλογα με το στάδιο στο οποίο ολοκληρώνονται, αποτελεί χρόνο που δεν προσμετράται για σκοπούς παραγραφής, κατά τα προβλεπόμενα στον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο.
(γ) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν εφαρμόζονται επί πιστωτικών διευκολύνσεων, σε σχέση με τις οποίες, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, έχει εκδοθεί απόφαση από δικαστήριο της Δημοκρατίας ή βρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαδικασία ή διαδικασία πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου με πλειστηριασμό ή διαδικασία λήψης της κατοχής ή εκποίησης ακινήτου που αποτελεί αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης, με βάση τη σχετική νομοθεσία.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2), οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται επί τερματισμένων πιστωτικών διευκολύνσεων σε σχέση με τις οποίες κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης βρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαδικασία, εάν το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται δικαστική διαδικασία για υπόθεση το αντικείμενο της οποίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης-
(α) καλέσει τους διάδικους να παραστούν ενώπιόν του για ενημέρωση αναφορικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για διορισμό διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και για διακανονισμό της διαφοράς με τη διαδικασία αυτή· και
(β) κατόπιν κοινής αίτησης όλων των διαδίκων ή κατόπιν αίτησης ενός από τους διάδικους και με τη ρητή συναίνεση των υπολοίπων, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να λάβει χώρα η υποβολή αίτησης για διορισμό διαμεσολαβητή και διακανονισμό της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε από τους διάδικους δεν συμφωνεί με την προσφυγή στον Επίτροπο για διορισμό διαμεσολαβητή, το δικαστήριο προχωρεί με τη δικαστική διαδικασία.
(5) Στην απόφαση του δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στη συναίνεση των διαδίκων και στη διάρκεια του διακανονισμού της διαφοράς, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.
(6) Με τη συμπλήρωση της χρονικής διάρκειας που καθορίζεται στην απόφαση του δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της εξέτασης της αίτησης και, σε περίπτωση που δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία, δύναται να ζητήσουν, από κοινού, περαιτέρω αναβολή για παράταση της διάρκειας της διαμεσολάβησης για περίοδο που δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.
(7) Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διάδικου, να διακόψει τη διαδικασία διαμεσολάβησης πριν από τη λήξη της προβλεπόμενης στα εδάφια (5) και (6) αναβολής.
(8) Απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (6) και (7) δεν υπόκειται σε έφεση.
(9) Σε περίπτωση κατά την οποία εκδοθεί απόφαση Δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (3) και (6), το αδειοδοτημένο ίδρυμα ή αγοραστής πιστώσεων ο οποίος είναι διάδικος στην αναφερόμενη στο εδάφιο (3) δικαστική διαδικασία, όπου εφαρμόζεται, αναστέλλει τη διαδικασία πώλησης με πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου που εξασφαλίζει την αναφερόμενη στο εδάφιο (3) τερματισμένη πιστωτική διευκόλυνση, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, μέχρι τη λήξη της αναφερόμενης στα εδάφια (5) και (6) αναβολής: