17.-(1) Τελωνειακός λειτουργός δύναται, αφού ενημερώσει την Αρμόδια Αρχή και για διευκόλυνση της ενάσκησης από αυτόν ή από εξουσιοδοτημένο λειτουργό του, οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται από τον παρόντα Νόμο, να κατακρατεί για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, ελεγχόμενα είδη τα οποία εισάγονται ή προορίζονται για εξαγωγή και τα οποία δημιουργούν εύλογες υποψίες για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η Αρμόδια Αρχή διενεργεί έρευνα για οτιδήποτε κατακρατείται δυνάμει του παρόντος άρθρου για διαπίστωση της παράβασης, όπως καθορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 13, σε συνεργασία, όπου απαιτείται, με άλλες αρχές της Δημοκρατίας και η έρευνα καταλήγει σε πόρισμα εντός τριάντα (30) εργάσιμων ημερών.
(3) Εάν από το πόρισμα της έρευνας που αναφέρεται στο εδάφιο (2) διαπιστωθεί η παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τα ελεγχόμενα είδη κατάσχονται ως υποκείμενα σε δήμευση, σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας, ενώ σε αντίθετη περίπτωση αποδεσμεύονται:
Νοείται ότι, εάν το πόρισμα της έρευνας αναφέρεται σε δυνατότητα θεραπείας της παράβασης, παρέχεται στον ενδιαφερόμενο εύλογος χρόνος για θεραπεία της παράβασης.
(4) Σε περίπτωση που η προθεσμία των τριάντα εργάσιμων (30) ημερών παρέλθει χωρίς η Αρμόδια Αρχή να λάβει οποιαδήποτε μέτρα δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων διατάσσει πάραυτα την αποδέσμευση των ελεγχόμενων ειδών.
(5) Τα έξοδα αποθήκευσης ή κατακράτησης που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου βαραίνουν τον εισαγωγέα ή εξαγωγέα, ανάλογα με την περίπτωση.