7.(1) H κεντρική διεύθυνση είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία των προϋποθέσεων και των μέσων που είναι αναγκαία για τη σύσταση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή τη θέσπιση μιας διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση, που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4, στην επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας και τον κοινοτικής κλίμακας όμιλο επιχειρήσεων.
(2)(α) Όταν η κεντρική διεύθυνση δε βρίσκεται σε κράτος μέλος, ο εκπρόσωπος της κεντρικής διεύθυνσης σε κράτος μέλος, ο οποίος θα πρέπει, ενδεχομένως, να διορίζεται, φέρει την ευθύνη που αναφέρεται στο εδάφιο (1). και
(β) Eάν δεν υπάρχει τέτοιος εκπρόσωπος, την ευθύνη που αναφέρεται στο εδάφιο (1) έχει η διεύθυνση της εγκατάστασης ή της επιχείρησης του ομίλου η οποία απασχολεί το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων σε κράτος μέλος.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως κεντρική διεύθυνση θεωρείται ο εκπρόσωπος ή οι εκπρόσωποι της διεύθυνσης ή, αν δεν υπάρχουν, η διεύθυνση που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2).
(4) Κάθε διεύθυνση επιχείρησης μέλους ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, καθώς και η κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) κεντρική διεύθυνση ή η κατά τεκμήριο κεντρική διεύθυνση της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας είναι υπεύθυνη για την εξασφάλιση και τη διαβίβαση στα ενδιαφερόμενα μέρη των απαραίτητων πληροφοριών για την έναρξη των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 8, και ιδίως των πληροφοριών που αφορούν τη δομή της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων και τον αριθμό των εργαζομένων. Η υποχρέωση αυτή αφορά ιδίως τις πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό εργαζομένων δυνάμει των ερμηνευτικών διατάξεων «επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας» και «κοινοτικής κλίμακας όμιλος επιχειρήσεων», που ορίζονται στο άρθρο 2.