20.(1) Όταν επέρχονται σοβαρές αλλαγές στη δομή της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας και είτε δεν προβλέπονται διατάξεις από τις ισχύουσες συμφωνίες είτε υπάρχει σύγκρουση διατάξεων δύο ή περισσότερων ισχυουσών συμφωνιών, η κεντρική διεύθυνση αρχίζει τις διαπραγματεύσεις δυνάμει των άρθρων 8, 9 και 10, με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από γραπτή αίτηση τουλάχιστον εκατό (100) εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους σε τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον δύο διαφορετικά κράτη μέλη.
(2) Τουλάχιστον τρία μέλη του υφισταμένου ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή καθενός από τα υφιστάμενα ευρωπαϊκά συμβούλια εργαζομένων καθίστανται μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, επιπλέον των μελών που εκλέγονται ή διορίζονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9.
(3) Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το υφιστάμενο ευρωπαϊκό συμβούλιο ή συμβούλια εργαζομένων εξακολουθούν να λειτουργούν σύμφωνα με τις λεπτομερείς διατάξεις που έχουν ενδεχομένως προσαρμοσθεί με συμφωνία η οποία συνάφθηκε μεταξύ των μελών του ευρωπαϊκού συμβουλίου ή συμβουλίων εργαζομένων και της κεντρικής διεύθυνσης.