3.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος Νόμου, αναφορικά με οποιοδήποτε οφειλόμενο φόρο για τα φορολογικά έτη μέχρι και το φορολογικό έτος 2008, οποιοιδήποτε τόκοι και πρόσθετες χρηματικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από τους Νόμους που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου, πέραν του πέντε τοις εκατόν (5%) του οφειλόμενου φόρου, διαγράφονται.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται εφόσον το αργότερο μέχρι την 31ή Οκτωβρίου 2012, καταβληθεί ποσό ίσο με το ποσό του οφειλόμενου φόρου, πλέον πέντε τοις εκατόν (5%) επί του ποσού αυτού.
(3) Το ποσό του οφειλόμενου φόρου, αποτελείται από οποιοδήποτε ποσό φόρου που-
(α) βεβαιώθηκε μέχρι και την 31ή Οκτωβρίου 2012,
(β) παρακρατήθηκε ή όφειλε να είχε παρακρατηθεί στην πηγή μέχρι και την 31ή Οκτωβρίου 2012,
(γ) προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση για οποιοδήποτε φορολογικό έτος μέχρι και το φορολογικό έτος 2008, που έχει υποβληθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο μέχρι την 30ή Μαρτίου 2012, και
(δ) προκύπτει κατόπιν αποφάσεως αρμόδιου δικαστηρίου μέχρι και την 31ή Οκτωβρίου 2012:
Νοείται ότι, ουδεμία απαίτηση βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου προκύπτει, για επιστροφή ήδη καταβληθέντων ποσών τόκων και πρόσθετων χρηματικών επιβαρύνσεων επί εξοφληθείσας φορολογικής οφειλής:
Νοείται περαιτέρω ότι, στην περίπτωση καταβολής φορολογικών οφειλών με βάση τη φορολογική δήλωση προσώπου, για την οποία δεν έγινε βεβαίωση από το Διευθυντή, εφόσον μεταγενέστερα ο Διευθυντής προβεί σε βεβαίωση φόρου, πέραν του ποσού που προκύπτει με βάση τη γενόμενη δήλωση προσώπου, το επιπρόσθετο ποσό του φόρου που βεβαιώνεται από το Διευθυντή υπόκειται σε τόκους και πρόσθετες χρηματικές επιβαρύνσεις όπως προβλέπεται από τις διατάξεις έκαστου οικείου νόμου και σε τέτοια περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με το επιπρόσθετο ποσό του φόρου που βεβαιώνεται από το Διευθυντή.