19.-(1) Η αρμόδια αρχή, αφού διαπιστώσει μη συμμόρφωση προϊόντος προς οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου και των σχετικών Κανονισμών, επιδίδει ειδοποίηση στον κατασκευαστή ή στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του ή στον εισαγωγέα, ανάλογα με την περίπτωση, στην οποία του επισημαίνει την παράβαση και τον καλεί να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των σχετικών Κανονισμών, μέσα στο χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην ειδοποίηση, ανάλογα με τη φύση της παράβασης.
(2) Η ειδοποίηση μη συμμόρφωσης περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
(α) Τα μέτρα στα οποία οφείλει να προβεί ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του ή ο εισαγωγέας, ανάλογα με την περίπτωση, για να θεωρηθεί ότι συμμορφώθηκε με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των σχετικών Κανονισμών·
(β) προθεσμία, εντός της οποίας, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του ή ο εισαγωγέας, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να παραθέσει τις απόψεις του για την παράβαση, είτε προφορικώς είτε γραπτώς ενώπιον της αρμόδιας αρχής· και
(γ) τα μέτρα που δύναται να λάβει η αρμόδια αρχή, σε περίπτωση που ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του ή ο εισαγωγέας, ανάλογα με την περίπτωση, δεν συμμορφωθεί.
(3) Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης με την αναφερόμενη στα εδάφια (1) και (2) ειδοποίηση, η αρμόδια αρχή οφείλει να απέχει από τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων.
(4) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την ειδοποίηση, η αρμόδια αρχή δύναται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα κρίνει κατάλληλα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, περιλαμβανομένης της διαδικασίας επίκλησης της ρήτρας διασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 20, νοουμένου ότι άλλα μέτρα έχουν αποτύχει ή δεν θεωρούνται ικανοποιητικά.