37.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 19, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες τετρακόσια δεκαοκτώ ευρώ (€3.418) -
(α) στον κατασκευαστή ή στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του ή στον εισαγωγέα, ανάλογα με την περίπτωση, σε περίπτωση που δεν παραχωρούν σε αυτή μέσα σε τακτή προθεσμία τη δήλωση συμμόρφωσης, ή τα απαιτούμενα έγγραφα ή πληροφορίες που αφορούν τη διαδικασία εκτίμησης της συμμόρφωσης ή την τεχνική τεκμηρίωση που εμποδίζουν ή παρακωλύουν με οποιοδήποτε τρόπο τις διαδικασίες αυτές ή που παραχωρούν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες·
(β) σε οποιοδήποτε πρόσωπο, παρουσιάζεται, χωρίς την απαιτούμενη από τον περί των Βασικών Απαιτήσεων που πρέπει να πληρούν Καθορισμένες Κατηγορίες Προϊόντων Νόμο, έγκριση, ως κοινοποιημένος οργανισμός·
(γ) σε οποιοδήποτε πρόσωπο εκδίδει, χωρίς οποιαδήποτε έγκριση, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο το οποίο εκδίδεται από κοινοποιημένο οργανισμό σε σχέση με τη διαδικασία εκτίμησης της συμμόρφωσης·
(δ) σε οποιοδήποτε πρόσωπο εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής ή οποιοδήποτε τελωνειακό λειτουργό, ο οποίος ενεργεί κατ’ εφαρμογήν οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου·
(ε) σε οποιοδήποτε πρόσωπο διαθέτει στην αγορά οποιοδήποτε προϊόν χωρίς την απαιτούμενη δήλωση ΕΚ συμμόρφωσης ή/και την απαιτούμενη δήλωση συμμόρφωσης.
(2) Σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει πρόστιμο το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από ογδόντα πέντε ευρώ και σαράντα πέντε σεντ (€85.45) ή μεγαλύτερο από εκατό εβδομήντα ευρώ και ενενήντα σεντ (€170.90) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.
(3) Το επιβαλλόμενο δυνάμει του εδαφίου (1) πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.
(4) Κατά την επιβολή του προστίμου, η αρμόδια αρχή δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντι της από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(5) Το πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(6) Κατά της απόφασης για επιβολή προστίμου, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.
(7) Το ποσό του προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών, από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή προστίμου ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (6), από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(8) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλομένων από την αρμόδια αρχή προστίμων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.