42.-(1) Η οικονομική και χρηματοπιστωτική επάρκεια του οικονομικού φορέα δύναται, κατά κανόνα, να αποδεικνύεται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
(α) Κατάλληλες τραπεζικές βεβαιώσεις ή, ενδεχομένως, πιστοποιητικό ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων∙
(β) ισολογισμούς ή αποσπάσματα ισολογισμών, στην περίπτωση που η δημοσίευση των ισολογισμών απαιτείται από τη νομοθεσία της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ο οικονομικός φορέας∙
(γ) δήλωση περί του ολικού ύψους του κύκλου εργασιών και, ενδεχομένως, περί του κύκλου εργασιών του τομέα δραστηριοτήτων που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης για τα τρία το πολύ τελευταία διαθέσιμα οικονομικά έτη, ανάλογα με την ημερομηνία ίδρυσης ή έναρξης των δραστηριοτήτων του οικονομικού φορέα, στο μέτρο που οι πληροφορίες σχετικά με τους εν λόγω κύκλους εργασιών είναι διαθέσιμες.
(2) Ένας οικονομικός φορέας δύναται, εφόσον παρίσταται ανάγκη και για συγκεκριμένη σύμβαση, να επικαλεσθεί τις δυνατότητες άλλων φορέων, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ αυτού και των εν λόγω φορέων. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ή στον αναθέτοντα φορέα ότι θα έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία μέσα, προσκομίζοντας για παράδειγμα τη σχετική δέσμευση των εν λόγω φορέων.
(3) Υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) , μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων που αναφέρεται στο άρθρο 6 δύναται να επικαλεσθεί τις δυνατότητες των συμμετεχόντων στην κοινοπραξία ή άλλων φορέων.
(4) Οι αναθέτουσες αρχές ή οι αναθέτοντες φορείς ορίζουν στην προκήρυξη της σύμβασης ποιο ή ποια από τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) δικαιολογητικά επέλεξαν καθώς και ποια άλλα δικαιολογητικά πρέπει να προσκομισθούν.
(5) Αν ο οικονομικός φορέας, για βάσιμο λόγο, δεν είναι σε θέση να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που ζητεί η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας, δύναται να αποδείξει την οικονομική και χρηματοπιστωτική επάρκειά του με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας κρίνει κατάλληλο.