50.-(1) Εάν, για μια δεδομένη σύμβαση, οποιαδήποτε προσφορά εμφανίζεται ως ασυνήθιστα χαμηλή σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας, πριν απορρίψει την εν λόγω προσφορά, ζητά γραπτώς τις διευκρινίσεις που θεωρεί χρήσιμες σε σχέση με τη σύνθεση της προσφοράς. Οι διευκρινίσεις αυτές δύνανται να αφορούν, ιδίως-
(α) τον οικονομικό χαρακτήρα της μεθόδου δομικής κατασκευής, της μεθόδου κατασκευής των προϊόντων ή της παροχής των υπηρεσιών·
(β) τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις και/ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που διαθέτει ο προσφέρων για την εκτέλεση του έργου ή για την προμήθεια των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών·
(γ) την πρωτοτυπία του έργου, των προμηθειών ή των υπηρεσιών που προτείνονται από τον προσφέροντα·
(δ) την τήρηση των διατάξεων περί των συνθηκών και όρων απασχόλησης και των συνθηκών ασφάλειας και υγείας στην εργασία που ισχύουν στον τόπο εκτέλεσης του έργου, της υπηρεσίας ή της προμήθειας·
(ε) την ενδεχόμενη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα.
(2) H αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας ελέγχει, σε συνεννόηση με τον προσφέροντα, τη σύνθεση της προσφοράς βάσει των παρασχεθέντων δικαιολογητικών.
(3) Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας, όταν διαπιστώνει ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω της χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα, δύναται να απορρίψει την εν λόγω προσφορά αποκλειστικά με την αιτιολογία αυτή, μόνον εφόσον διαβουλευθεί με τον προσφέροντα και εφόσον ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να αποδείξει, εντός επαρκούς προθεσμίας την οποία ορίζει η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας, ότι η εν λόγω ενίσχυση έχει χορηγηθεί νομίμως. Όταν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας απορρίπτει μια προσφορά υπό τις συνθήκες αυτές, ενημερώνει, μέσω της Αρμόδιας Αρχής Δημόσιων Συμβάσεων, σχετικά την Επιτροπή.