21.-(1) Ο ανάδοχος είναι ελεύθερος να επιλέγει τους υπεργολάβους του για όλες τις υπεργολαβίες που δεν καλύπτονται από την απαίτηση που αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4) και, ειδικότερα, δεν είναι δυνατόν να υποχρεώνεται να προβαίνει σε διακρίσεις κατά δυνητικών υπεργολάβων με βάση την εθνικότητα.
(2) Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας δύναται να ζητά ή είναι δυνατόν να υποχρεωθεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να ζητήσει από τον προσφέροντα τα ακόλουθα:
(α) να αναφέρει στην προσφορά του το τμήμα της σύμβασης που προτίθεται να αναθέσει υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους και οποιουσδήποτε προτεινόμενους υπεργολάβους καθώς και το αντικείμενο της υπεργολαβίας για την οποία προτείνονται, ή/και
(β) να αναφέρει οποιαδήποτε αλλαγή ανακύπτει σε επίπεδο υπεργολάβων κατά την εκτέλεση της σύμβασης.
(3) Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας δύναται να ζητά από τον ανάδοχο, ή είναι δυνατόν να υποχρεωθεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να ζητήσει από τον ανάδοχο, να εφαρμόσει τις διατάξεις του Μέρους IΙΙ στο σύνολο ή σε τμήμα των υπεργολαβιών που αυτός προτίθεται να αναθέσει σε τρίτους.
(4)(α) Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας δύναται να ζητά, ή είναι δυνατόν να υποχρεωθεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να ζητήσει από τον ανάδοχο, να αναθέτει υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους, ποσοστό της σύμβασης το οποίο εκφράζεται ως φάσμα ελάχιστου και μέγιστου ποσοστού. Το φάσμα αυτό πρέπει να είναι αναλογικό του αντικειμένου και της αξίας της σύμβασης καθώς και της φύσης του βιομηχανικού τομέα που εμπλέκεται, περιλαμβανομένων του επιπέδου του ανταγωνισμού στη συγκεκριμένη αγορά και των σχετικών τεχνικών δυνατοτήτων της βιομηχανικής βάσης. Το μέγιστο ποσοστό δεν δύναται να υπερβαίνει το 30% της αξίας της σύμβασης.
(β) Οποιοδήποτε ποσοστό υπεργολαβίας εμπίπτει στο φάσμα που υποδεικνύεται από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, θεωρείται ότι πληροί την απαίτηση υπεργολαβίας που καθορίζεται στο παρόν εδάφιο.
(γ) Οι προσφέροντες δύνανται να προτείνουν να ανατεθεί με υπεργολαβία ποσοστό της συνολικής αξίας της σύμβασης, που υπερβαίνει το μέγιστο ποσοστό του απαιτούμενου από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα φάσματος.
(δ) Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας ζητά από τους προσφέροντες να προσδιορίζουν στην προσφορά τους ποια μέρη της προσφοράς τους προτίθενται να αναθέσουν με υπεργολαβία για την υλοποίηση της απαίτησης που εμφαίνεται στην παράγραφο (α) .
(ε) Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας δύναται να ζητά από τους προσφέροντες, ή είναι δυνατόν υποχρεωθεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να ζητήσει από τους προσφέροντες να προσδιορίσουν, ποιά μέρη της προσφοράς τους, πέραν του μέγιστου ποσοστού του απαιτούμενου φάσματος, προτίθενται να αναθέσουν με υπεργολαβία, καθώς και τους υπεργολάβους που έχουν ήδη ορίσει.
(στ) Ο ανάδοχος τηρεί τις διατάξεις του Μέρους III όταν αναθέτει τις υπεργολαβίες που αντιστοιχούν στο αναφερόμενο στο παρόν εδάφιο ποσοστό της σύμβασης το οποίο η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας απαιτεί από αυτόν να αναθέσει με υπεργολαβία.
(5) (α) Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας δύναται να απορρίπτει οποιονδήποτε από τους υπεργολάβους που επέλεξε ο προσφέρων στο στάδιο της διαδικασίας ανάθεσης της κύριας σύμβασης ή ο ανάδοχος κατά την εκτέλεση της σύμβασης, αλλά η απόρριψη αυτή δύναται να βασίζεται μόνον σε κριτήρια που εφαρμόζονται για την επιλογή των προσφερόντων για την κύρια σύμβαση.
(β) Όταν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας απορρίπτει έναν υπεργολάβο, κοινοποιεί γραπτώς στον προσφέροντα ή στον ανάδοχο την αιτιολογία απόρριψης, αναφέροντας ειδικότερα τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι ο υπεργολάβος δεν πληροί τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) κριτήρια.
(6) Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στα εδάφια (2) έως (5) παρατίθενται στην προκήρυξη της σύμβασης.
(7) Τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (1) έως (5) δεν επηρεάζουν την ευθύνη του κύριου οικονομικού φορέα.