7.-(1) Στη σύμβαση απασχόλησης καθορίζεται η ακριβής χρονική περίοδος για την οποία ο εργοδοτούμενος καθορισμένης διάρκειας θα απασχοληθεί, καθώς και η συγκεκριμένη εργασία, την οποία προσλαμβάνεται να εκτελέσει:
Νοείται ότι η σύμβαση απασχόλησης τερματίζεται αυτοδικαίως κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.
(2) Σε περίπτωση που η συγκεκριμένη ανάγκη εκλείπει ή που το έργο ολοκληρώνεται πριν τη λήξη της σύμβασης απασχόλησης, ο εργοδότης δύναται να τερματίσει τις υπηρεσίες του εργοδοτουμένου καθορισμένης διάρκειας, οπότε τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου όσον αφορά την ελάχιστη περίοδο προειδοποίησης και την καταβλητέα αποζημίωση:
(3) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του οικείου Υπουργείου και τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, οι υπηρεσίες εργοδοτουμένου καθορισμένης διάρκειας δύναται να παραταθούν:
(i) στην περίπτωση που αυτός έχει προσληφθεί για κάλυψη ανάγκης προσωρινής φύσεως, για χρονικό διάστημα μέχρι έξι μηνών·
(ii) στην περίπτωση που ο εργοδοτούμενος έχει προσληφθεί για εκτέλεση έργου τακτής προθεσμίας, για τέτοιο χρονικό διάστημα όσο ήθελε κριθεί και τεκμηριωθεί αναγκαίο για την ολοκλήρωση του έργου.