9.-(1) Η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως, σε χαρτί ή σε άλλο σταθερό μέσο και συντάσσεται στη γλώσσα ή σε μια από τις γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ή του οποίου είναι υπήκοος ο καταναλωτής, κατ’ επιλογήν του καταναλωτή, νοουμένου ότι πρόκειται για επίσημη γλώσσα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(2) Σε περίπτωση που καταναλωτής κατοικεί στη Δημοκρατία, η σύμβαση συντάσσεται επίσης σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, νοουμένου ότι πρόκειται για επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
Νοείται ότι, σε περίπτωση χρονομεριστικής σύμβασης σχετικά με συγκεκριμένο ακίνητο, ο έμπορος παρέχει στον καταναλωτή επικυρωμένη μετάφραση της σύμβασης στη γλώσσα ή σε μια από τις γλώσσες του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το εν λόγω ακίνητο, νοουμένου ότι πρόκειται για επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(3) Σε περίπτωση που έμπορος ασκεί δραστηριότητες πώλησης στη Δημοκρατία, η σύμβαση συντάσσεται επίσης σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, νοουμένου ότι πρόκειται για επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.