2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αξιολόγηση των επιπτώσεων της οδικής ασφάλειας» σημαίνει τη στρατηγική συγκριτική ανάλυση των επιπτώσεων που έχει ένας νέος δρόμος ή η ουσιαστική τροποποίηση του υπάρχοντος δικτύου στις επιδόσεις ασφαλείας του οδικού δικτύου·
«αυτοκινητόδρομος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Οδικής Ασφάλειας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται˙
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία˙
«διευρωπαϊκό οδικό δίκτυο» σημαίνει το οδικό δίκτυο, όπως αυτό ορίζεται στον περί Ελάχιστων Απαιτήσεων Ασφάλειας για τις Σήραγγες του Διευρωπαϊκού Οδικού Δικτύου Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται˙
«Διοικητική Αρχή» σημαίνει το Τμήμα Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων˙
«έλεγχος της οδικής ασφάλειας» σημαίνει την ανεξάρτητη, λεπτομερή, συστηματική και τεχνική επαλήθευση της ασφάλειας των χαρακτηριστικών σχεδιασμού ενός οδικού έργου υποδομής, η οποία καλύπτει όλα τα στάδια, από το σχεδιασμό έως την αρχική λειτουργία του·
«Επιτροπή» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·
«έργο υποδομής» σημαίνει το έργο κατασκευής νέας οδικής υποδομής ή ουσιαστικής τροποποίησης του υπάρχοντος δικτύου, το οποίο επηρεάζει την κυκλοφοριακή ροή·
«ευάλωτος χρήστης οδικού δικτύου» σημαίνει χρήστη του οδικού δικτύου ο οποίος δεν χρησιμοποιεί αυτοκίνητο, μεταξύ των οποίων ποδηλάτης και πεζός, καθώς και χρήστη μηχανοκίνητων δικύκλων·
«κατευθυντήριες γραμμές» σημαίνει τα μέτρα που λαμβάνει η Δημοκρατία, τα οποία καθορίζουν τα στάδια που πρέπει να ακολουθούνται και τα στοιχεία που πρέπει να εξετάζονται κατά την εφαρμογή των διαδικασιών ασφαλείας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο· και
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«κύρια οδός» σημαίνει την οδό εκτός αστικών περιοχών, η οποία συνδέει μεγάλες πόλεις ή περιοχές ή και τις δύο και ανήκει στην υψηλότερη κατηγορία οδού, κάτω από την κατηγορία «αυτοκινητόδρομος», στην εθνική ταξινόμηση των οδών·
«περιοδική επιθεώρηση οδικής ασφάλειας» σημαίνει τον τακτικό περιοδικό έλεγχο των χαρακτηριστικών και των ελαττωμάτων σε υφιστάμενη οδό ή τμήμα οδού που απαιτεί εργασίες συντήρησης για λόγους ασφάλειας·
«στοχευμένη επιθεώρηση οδικής ασφάλειας» σημαίνει τη στοχευμένη έρευνα προς εντοπισμό επικίνδυνων συνθηκών, ελαττωμάτων και προβλημάτων που αυξάνουν τον κίνδυνο ατυχημάτων και τραυματισμών, με βάση επιτόπια επίσκεψη σε υφιστάμενη οδό ή τμήμα οδού·
«χαρακτηρισμός της ασφάλειας» σημαίνει την κατάταξη των τμημάτων του υφιστάμενου οδικού δικτύου σε κατηγορίες, ανάλογα με την αντικειμενικά μετρούμενη εγγενή ασφάλειά τους.