2.- (1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο─
«άδεια» σημαίνει τη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγούμενη επαγγελματική άδεια οδηγού·
«αδειούχος» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο χορηγείται άδεια δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου·
«αρχή αδειών» σημαίνει την αρχή αδειών που εγκαθιδρύθηκε και λειτουργεί δυνάμει του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·
«Δικαστήριο» σημαίνει το επαρχιακό Δικαστήριο όπως αυτό καθιδρύεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Ελεγκτής» σημαίνει το οριζόμενο πρόσωπο δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου·
«Επόπτης» σημαίνει το οριζόμενο πρόσωπο δυνάμει του άρθρου 3 του περί Εποπτών Οδικών Μεταφορών (Εξουσίες και Ευθύνες) Νόμου του 2010, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Κανονισμοί» σημαίνει τους δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενους κανονισμούς·
«Κράτος Μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«λεωφορείο» σημαίνει είτε λεωφορείο στο οποίο χορηγήθηκε άδεια «Ε» είτε λεωφορείο στο οποίο χορηγήθηκε άδεια δυνάμει σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας με βάση τις διατάξεις του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμου του 2001, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, είτε λεωφορείο στο οποίο χορηγήθηκε άδεια οδικής χρήσης ιδιωτικού λεωφορείου με βάση τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εξαιρουμένου του ιδιωτικού λεωφορείου πολύτεκνης οικογένειας.
«μηχανοκίνητο όχημα» σημαίνει λεωφορείο, ταξί οποιασδήποτε κατηγορίας και φορτηγό όχημα·
«οδηγός» και «οδός» έχουν την έννοια που αποδίδει στους όρους αυτούς αντίστοιχα το άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Πειθαρχικό Συμβούλιο» σημαίνει το Πειθαρχικό Συμβούλιο που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου·
«Πιστοποιητικό Επαγγελματικής Ικανότητας» ή «ΠΕΙ» σημαίνει το πιστοποιητικό που χορηγείται δυνάμει των διατάξεων του περί της Αρχικής Επιμόρφωσης και της Περιοδικής Κατάρτισης των Οδηγών Ορισμένων Οδικών Οχημάτων τα οποία Χρησιμοποιούνται για τη Μεταφορά Εμπορευμάτων ή Επιβατών Νόμου του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Πιστοποιητικό Επαγγελματικής Κατάρτισης Οδηγού Ταξί» σημαίνει το πιστοποιητικό που χορηγείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (7) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου·
«ταυτότητα» σημαίνει τη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγούμενη ταυτότητα επαγγελματία οδηγού μηχανοκίνητου οχήματος·
«τεχνίτης οχημάτων» σημαίνει τον αδειούχο τεχνίτη οχημάτων και των εξ επαγγέλματος τεχνίτη οχημάτων, όπως αυτοί ορίζονται στον περί των Τεχνιτών Οχημάτων Νόμο του 2006, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Τμήμα» σημαίνει το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·
«φορτηγό όχημα» σημαίνει φορτηγό μηχανοκίνητο όχημα με μικτό επιτρεπόμενο βάρος 7.500 κιλών και άνω.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, όροι που δεν καθορίζονται με οποιοδήποτε τρόπο σ’ αυτόν, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, έχουν την έννοια την οποία αποδίδουν σ’ αυτούς, αντίστοιχα, οι περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμοι και οι περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Κανονισμοί, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.