22.-(1) Η Αρμόδια Αρχή βεβαιώνεται ότι όλες οι ελλείψεις που επιβεβαιώνονται ή διαπιστώνονται κατά την επιθεώρηση, αποκαθίστανται ή θα αποκατασταθούν σύμφωνα με τις Συμβάσεις.
(2) Εάν οι ελλείψεις συνιστούν σαφή κίνδυνο για την ασφάλεια, την υγεία ή το περιβάλλον, ο επιθεωρητής συντάσσει σχετική έκθεση και απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου ή παύει τη λειτουργία του πλοίου με την οποία σχετίζονται οι ελλείψεις, και επιδίδει σχετική κοινοποίηση στον πλοίαρχο. Η Αρμόδια Αρχή αίρει την απαγόρευση απόπλου ή την παύση λειτουργίας μόνον όταν εξαλειφθεί ο κίνδυνος ή όταν η Αρμόδια Αρχή βεβαιωθεί ότι το πλοίο μπορεί, υπό τις τυχόν αναγκαίες προϋποθέσεις, να αποπλεύσει ή ότι μπορεί να αναληφθεί εκ νέου η λειτουργία, χωρίς κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των επιβατών ή του πληρώματος, ή κίνδυνο για άλλα πλοία, ή χωρίς να υπάρχει υπερβολική απειλή βλάβης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
(2Α) Στην περίπτωση που οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου είναι σαφώς επικίνδυνες για την ασφάλεια, την υγεία ή την ασφάλεια των ναυτικών από έκνομες ενέργειες ή υπάρχουν ελλείψεις που συνιστούν σοβαρή ή επανειλημμένη παραβίαση των απαιτήσεων της MLC 2006, η Αρμόδια Αρχή φροντίζει να του επιβληθεί απαγόρευση απόπλου ή παύση της λειτουργίας στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν οι ελλείψεις:
(3) Κατά την άσκηση της επαγγελματικής του κρίσης ως προς το εάν πρέπει ή όχι να απαγορευθεί ο απόπλους πλοίου, ο επιθεωρητής εφαρμόζει κριτήρια που εκάστοτε καθορίζονται σε γνωστοποίηση.
(4) Ο επιθεωρητής απαγορεύει τον απόπλου πλοίου εάν δεν είναι εξοπλισμένο με κατάλληλο όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδιού (voyage data recorder - VDR), εφόσον η χρησιμοποίηση αυτού του οργάνου καταγραφής επιβάλλεται από τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κοινοτικό Σύστημα Παρακολούθησης και Ενημέρωσης Σχετικά με την Κυκλοφορία Πλοίων) Νόμους του 2004 και 2010.
Εάν η σχετική έλλειψη τέτοιου υποχρεωτικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί εύκολα στο λιμένα απαγόρευσης του απόπλου, η Αρμόδια Αρχή δύναται είτε να επιτρέψει στο πλοίο να καταπλεύσει στην κατάλληλη επισκευαστική μονάδα που βρίσκεται πλησιέστερα στο λιμένα της κατακράτησης, όπου η έλλειψη μπορεί να αποκατασταθεί εύκολα, είτε να απαιτήσει την αποκατάσταση της έλλειψης εντός προθεσμίας 30 ημερών, κατ’ ανώτατο όριο, όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές που έχει καταρτίσει το Μνημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων. Για το σκοπό αυτό, εφαρμόζονται οι διαδικασίες του άρθρου 23.
(5) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η γενική κατάσταση του πλοίου σαφώς δεν ανταποκρίνεται προς τα σχετικά πρότυπα, ο επιθεωρητής δύναται να αναστέλλει την επιθεώρησή του, μέχρις ότου οι υπεύθυνοι λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι το πλοίο ανταποκρίνεται στις σχετικές απαιτήσεις των Συμβάσεων.
(6) Σε περίπτωση απαγόρευσης απόπλου, η Αρμόδια Αρχή-
(α) Ενημερώνει αμέσως, γραπτώς συμπεριλαμβάνοντας την έκθεση επιθεώρησης, τις αρχές του κράτους της σημαίας ή εάν αυτό δεν είναι εφικτό, τον πρόξενο ή, σε περίπτωση απουσίας του, τον πλησιέστερο διπλωματικό αντιπρόσωπο του κράτους αυτού, για όλες τις περιστάσεις οι οποίες κατέστησαν αναγκαία αυτή την παρέμβαση.
(β) αποστέλλει κοινοποίηση , όπου απαιτείται, στους διοριζόμενους επιθεωρητές ή στους αναγνωρισμένους οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την έκδοση των πιστοποιητικών κλάσης ή των νομίμων πιστοποιητικών που εκδίδονται για λογαριασμό του κράτους της σημαίας, σύμφωνα με τις Συμβάσεις.
(γ) όταν η εν λόγω απαγόρευση οφείλεται σε σοβαρές ή επανειλημμένες παραβιάσεις των απαιτήσεων της MLC 2006, ή όταν οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου συνιστούν σαφή κίνδυνο για την ασφάλεια, την υγεία ή την ασφάλεια των ναυτικών από έκνομες ενέργειες, ενημερώνει αμέσως το κράτος σημαίας σχετικά και καλεί εκπρόσωπο αυτού να είναι παρών, στο μέτρο του δυνατού, ζητώντας από το κράτος σημαίας να απαντήσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
(δ) ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες οργανώσεις ναυτικών και πλοιοκτητών στο Κράτος του Λιμένα στο οποίο διεξήχθη η επιθεώρηση.
(7) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν τις πρόσθετες απαιτήσεις των Συμβάσεων περί των διαδικασιών κοινοποίησης και αναφοράς που αφορούν τον έλεγχο από το κράτος του λιμένα.
(8) Κατά την άσκηση του ελέγχου από την Αρμόδια Αρχή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή η καθυστέρηση ενός πλοίου.
(9) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δικαιούται αποζημίωσης για τις τυχόν απώλειες ή ζημία που υπέστη:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου.
(10) Η Αρχή Λιμένων Κύπρου δύναται, σε συνεννόηση με την Αρμόδια Αρχή, για σκοπούς αποσυμφόρησης του λιμένα, να μετακινεί πλοίο το οποίο έχει κατακρατηθεί σε άλλο τμήμα του λιμένα, εφόσον η μετακίνηση αυτή είναι ασφαλής.
Εντούτοις, ο κίνδυνος συμφόρησης του λιμένα δεν αποτελεί κριτήριο για τη λήψη της απόφασης επιβολής κατακράτησης ή αναστολής της.
(11) Η έκδοση απόφασης απαγόρευσης απόπλου δεν αλλοιώνει τις οποιεσδήποτε ευθύνες και υποχρεώσεις του πλοιάρχου και του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου όσο αφορά την ασφάλεια του πλοίου και των επιβαινόντων σε αυτό, την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφαλή φύλαξη τέτοιου πλοίου άλλα ούτε και στις σχέσεις τους με την Αρχή Λιμένων Κύπρου και/ή με άλλες εμπλεκόμενες κρατικές ή ημικρατικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι η Αρχή Λιμένων Κύπρου καθώς και άλλες κρατικές ή ημικρατικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας δεν φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη για τη φύλαξη πλοίου του οποίου έχει απαγορευθεί ο απόπλους.
(12) Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει την Αρχή Λιμένων Κύπρου το νωρίτερο δυνατόν σε σχέση με οποιεσδήποτε ενέργειες και συνεργάζεται μαζί της προς διευκόλυνση του ελλιμενισμού των πλοίων στα οποία επιβλήθηκε η κατακράτησή τους.