9.-(1) Εάν συμβατικός όρος ή πρακτική, που αφορά την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής, το επιτόκιο για την καθυστέρηση της πληρωμής ή την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης, έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα για τον πιστωτή τότε είτε δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα είτε γεννά αξίωση αποζημίωσης. Για την εκτίμηση του τυχόν κατάφωρα καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικού όρου ή πρακτικής για τον πιστωτή, υπό την έννοια του εδαφίου (1), συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων:
(α) τυχόν κατάφωρης παρέκκλισης από τα συναλλακτικά ήθη, αντίθετης προς την καλή πίστη και τη συναλλακτική δεοντολογία·
(β) της φύσης του προϊόντος ή της υπηρεσίας· και
(γ) του εάν ο οφειλέτης διαθέτει οποιοδήποτε αντικειμενικό λόγο απόκλισης από τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την προθεσμία πληρωμής κατά το εδάφιο (5) του άρθρου 5, την παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 6, το εδάφιο (4) του άρθρου 6 και το εδάφιο (6) του άρθρου 6 ή από την καταβολή του ποσού που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 8.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει τη χρέωση τόκου για την καθυστέρηση της πληρωμής θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 8 θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.
(4) Το Υπουργείο διασφαλίζει, προς όφελος των δανειστών και των ανταγωνιστών, την ύπαρξη επαρκών και αποτελεσματικών μέσων ώστε να αποτρέπεται η συνέχιση της χρησιμοποίησης συμβατικών όρων και πρακτικών κατάφωρα καταχρηστικών κατά την έννοια του εδαφίου (1).