11.-(1) Κάθε απόφαση της αρμόδιας αρχής που λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 8 ή 10 του παρόντος Νόμου, καθώς και κάθε απόφαση της αρμόδιας αρχής για τον έλεγχο πλοίων από το κράτος του λιμένα, που αναφέρεται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου, καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της δια χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στον πλοίαρχο ή/και τον έχοντα την εκμετάλλευση του επηρεαζόμενου πλοίου, και ισχύει μέχρις ότου είτε ανακληθεί από την αρμόδια αρχή, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, είτε ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος Νόμου ή στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.
(2) Σε κάθε απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή-
(α) παραθέτει τους λόγους έκδοσής της, και
(β) πληροφορεί το πρόσωπο, στο οποίο η απόφαση διαβιβάζεται, περί του δικαιώματος του έχοντος την εκμετάλλευση του επηρεαζόμενου πλοίου, ή του αντιπροσώπου του στη Δημοκρατία, να προσβάλουν την απόφαση με ιεραρχική προσφυγή, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος Νόμου ή με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.
(3) ΄Εκαστος εκ των πλοιάρχου και του έχοντος την εκμετάλλευση του επηρεαζόμενου πλοίου υποχρεούται κατά την περίοδο ισχύος της απόφασης να συμμορφώνεται με αυτή.
(4) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή ικανοποιείται ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους εξέδωσε απόφαση, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 8 ή 10, ή η αρμόδια αρχή για τον έλεγχο πλοίων από το κράτος του λιμένα ικανοποιείται ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους εξέδωσε απόφαση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9, ανακαλεί την απόφαση γραπτώς και διαβιβάζει τέτοια απόφαση δια χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον πλοίαρχο ή/και στον έχοντα την εκμετάλλευση του επηρεαζόμενου πλοίου.
(5) Πρόσωπο που αρνείται ή/ και παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλει το εδάφιο (3) διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(6) Διαπράττει το κατά το εδάφιο (5) του παρόντος άρθρου ποινικό αδίκημα και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι αυτουργός, συνεργός ή σύμβουλος, κατά τα άρθρα 20 έως 23 του Ποινικού Κώδικα, αναφορικά με τη διάπραξη του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.