15.-(1) Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται δικαστική διαδικασία για υπόθεση το αντικείμενο της οποίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης -
(α) να καλέσει τους διάδικους να παραστούν ενώπιόν του για ενημέρωση αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας διαμεσολάβησης και τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς τους με την διαδικασία αυτή· και
(β) κατόπιν κοινής αίτησης όλων των διαδίκων, ή κατόπιν αίτησης ενός από τους διάδικους και με τη ρητή συναίνεση των υπολοίπων, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης να αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να λάβει χώρα διαμεσολάβηση.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε από τους διάδικους δεν συμφωνεί στην προσφυγή στη διαμεσολάβηση, το δικαστήριο προχωρεί με τη δικαστική διαδικασία.
(3) Στην απόφαση του δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στη συναίνεση των διαδίκων και στη διάρκεια της διαμεσολάβησης, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.
(4) Με τη συμπλήρωση της χρονικής διάρκειας που καθορίζεται στην απόφαση του δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης και, σε περίπτωση που δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία συμβιβασμού, δύνανται να ζητήσουν παράταση της διάρκειας της διαμεσολάβησης για περίοδο που δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.
(5) Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διάδικου, να διακόψει τη διαδικασία διαμεσολάβησης πριν από τη λήξη της καθορισμένης δυνάμει του παρόντος άρθρου προθεσμίας.
(6) Απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (4) ή του εδαφίου (5) δεν υπόκειται σε έφεση.