4.-(1) Ως διασυνοριακή διαφορά νοείται οποιαδήποτε διαφορά στην οποία τουλάχιστον ένα από τα μέρη έχει τη μόνιμη κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του ή εμπορεύεται ή εργάζεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο οποιουδήποτε άλλου μέρους στη διαφορά κατά την ημερομηνία που-
(α) τα μέρη συμφώνησαν να προσφύγουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά·
(β) διετάχθη η παραπομπή της διαφοράς σε διαμεσολάβηση από δικαστήριο κράτους μέλους·
(γ) υφίσταται υποχρέωση διαμεσολάβησης δυνάμει του δικαίου κράτους μέλους·
(δ) τα μέρη κλήθηκαν να παραστούν ενώπιον δικαστηρίου για ενημέρωση όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 15.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), για τους σκοπούς των άρθρων 23 και 27, ως διασυνοριακή διαφορά νοείται επίσης οποιαδήποτε διαφορά για την οποία αρχίζει δικαστική διαδικασία ή διαιτησία έπειτα από διαμεσολάβηση μεταξύ των μερών σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο τα μέρη είχαν τη μόνιμη κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους κατά την ημερομηνία που προβλέπεται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (1).
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η κατοικία μέρους στη διαφορά προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 59 και 60 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.