3.-(1) Ο Υπουργός δύναται να διορίζει, σύμφωνα με τα εδάφια (3), (4) και (5) και αφού ενημερωθεί για το περιεχόμενο των καταλόγων που προβλέπονται στο εδάφιο (6), τέτοια πρόσωπα, όπως αυτός θεωρεί σκόπιμο, για να πιστοποιούν ότι οι υπογραφές ή/και σφραγίδες που τίθενται σε διάφορα έγγραφα είναι αυτές συγκεκριμένων προσώπων. Τα ούτως διορισθέντα πρόσωπα καλούνται «πιστοποιούντες υπάλληλοι» και διορίζονται με έγγραφο που φέρει την υπογραφή του Υπουργού. Κάθε τέτοιος διορισμός ανακαλείται από τον Υπουργό με τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του προσώπου που διορίστηκε. Κάθε τέτοιος διορισμός και κάθε τέτοια ανάκληση αιτιολογείται δεόντως από τον Υπουργό και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Ο Υπουργός ανακαλεί αμέσως το διορισμό πιστοποιούντος υπαλλήλου, ανεξάρτητα από το χρόνο που έγινε ο διορισμός ή/και ανεξάρτητα από το χρόνο που δημιουργήθηκε το ασυμβίβαστο ή το κώλυμα, εάν διαπιστωθεί ότι δεν πληροί τα τυπικά προσόντα ή/και υπάρχει ασυμβίβαστο ή/και κώλυμα, όπως αυτά προβλέπονται στα εδάφια (3) και (4).
(3) Κανένα πρόσωπο δεν διορίζεται ως πιστοποιών υπάλληλος, εκτός εάν-
(α) είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που πρόσωπο απόκτησε την κυπριακή ιθαγένεια με πολιτογράφηση, ο διορισμός του, ως πιστοποιούντος υπαλλήλου, είναι επιτρεπτός μόνο μετά την πάροδο πέντε ετών από την απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας∙
(β) συμπλήρωσε την ηλικία των είκοσι πέντε ετών∙
(γ) δεν καταδικάσθηκε για αδίκημα σοβαρής μορφής που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα∙ και
(δ) είναι κάτοχος απολυτηρίου τουλάχιστον εξατάξιας σχολής μέσης εκπαίδευσης.
(4) Απαγορεύεται ο διορισμός, ως πιστοποιούντος υπαλλήλου, προσώπου το οποίο-
(α) κατέχει ιερατικό αξίωμα∙
(β) κατέχει θέση στη δημόσια ή εκπαιδευτική υπηρεσία ή στις ένοπλες δυνάμεις της Δημοκρατίας ή στις δυνάμεις ασφάλειας της Δημοκρατίας ή σε ημικρατικό οργανισμό ή σε αρχή τοπικής διοίκησης∙
(γ) κατέχει το αξίωμα του υπουργού, βουλευτή, δημάρχου ή του προέδρου διοικητικού συμβουλίου ημικρατικού οργανισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(δ) ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου ή του κτηματομεσίτη ή του τραπεζίτη· ή
(ε) έχει άμεση υπαλληλική σχέση με τράπεζα ή εταιρεία, που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τα καθήκοντα που εκτελεί ο πιστοποιών υπάλληλος, με δικηγορικό ή κτηματομεσιτικό γραφείο ή λογιστικό ή ελεγκτικό γραφείο ή με οποιοδήποτε άλλο οργανισμό, ώστε κατά την κρίση του Υπουργού, να διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του πιστοποιούντος υπαλλήλου από το εν λόγω πρόσωπο.
(5) Ο Υπουργός μεριμνά ώστε -
(α) να είναι διορισμένος τουλάχιστον ένας πιστοποιών υπάλληλος σε κάθε ενορία δήμου.
(β) να διορίζεται σε κάθε χωριό με ικανοποιητικό αριθμό κατοίκων ένας πιστοποιών υπάλληλος, αν τούτο κρίνεται απαραίτητο, κατά την κρίση του Υπουργού.
(6)(α) Κάθε αίτηση για διορισμό πιστοποιούντος υπαλλήλου-
(i) υποβάλλεται στην οικεία επαρχιακή διοίκηση μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου κάθε έτους,
(ii) με έντυπο τύπου το οποίο αποφασίζει ο Υπουργός, και
(iii) ισχύει μόνο για το επόμενο έτος.
(β) Ο οικείος Έπαρχος υποβάλλει στον Υπουργό εντός του μηνός Μαρτίου κάθε έτους-
(i) κατάλογο με τους αιτητές για διορισμό ως πιστοποιούντες υπάλληλοι που πληρούν τα τυπικά προσόντα και δεν έχουν ασυμβίβαστο ή/και κώλυμα και κατάλογο με τις ενορίες δήμων και τα κοινοτικά συμβούλια στα οποία, κατά την κρίση του, υπάρχουν ανάγκες για διορισμό πιστοποιούντων υπαλλήλων:
Νοείται ότι ο πιο πάνω κατάλογος συντάσσεται με βάση το βαθμό απολυτηρίου κάθε αιτητή και σε περίπτωση αιτητών με τον ίδιο βαθμό απολυτηρίου, με βάση τη σειρά προτεραιότητας υποβολής κάθε αίτησης,
(ii) ξεχωριστό κατάλογο με τους αιτητές που δεν πληρούν τα τυπικά προσόντα ή/και έχουν κώλυμα ή/και ασυμβίβαστο.