2. Στον παρόντα Νόμο –
«αξιωματούχος» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει ή ανέλαβε πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση για τα οποία ο μισθός ή η αντιμισθία ή η αποζημίωση ή η χορηγία καταβάλλεται από τη Δημοκρατία ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από οργανισμό δημοσίου δικαίου ή από αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης ή από σχολική εφορεία και περιλαμβάνει τη θέση Επιτρόπου ή Εφόρου ή Προέδρου και μελών Αρχής ή άλλου Σώματος ή άλλου Αξιωματούχου, του οποίου το λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση προβλέπεται ή καθιδρύεται δυνάμει του Συντάγματος ή οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας·
«απολαβές» σημαίνει το μισθό ή την αντιμισθία ή την αποζημίωση ή τη χορηγία που καταβάλλεται σε αξιωματούχο ή εργοδοτούμενο της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών, με βάση την καθορισμένη για τη θέση του μισθοδοτική κλίμακα ή πάγιο μισθό ή ωρομίσθιο και περιλαμβάνει οποιαδήποτε γενική αύξηση μισθών και τιμαριθμικό επίδομα, καθώς και οποιαδήποτε αποζημίωση ή επίδομα καταβάλλεται από τον εργοδότη του και λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς υπολογισμού του καταβλητέου από αυτόν φόρου εισοδήματος, καθώς και τα κατ΄ αποκοπήν επιδόματα παραστάσεως, φιλοξενίας και γραμματειακών υπηρεσιών·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«δημόσια υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους του 1990 έως 2011·
«ευρύτερος δημόσιος τομέας» σημαίνει κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία ή αρχή ή γραφείο ανεξάρτητου αξιωματούχου, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των σχολικών εφορειών καθώς και οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία·
«εργοδοτούμενος» σημαίνει πρόσωπο που εργάζεται στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, είτε ως υπάλληλος, είτε ως ωρομίσθιος εργάτης, είτε δυνάμει σύμβασης εργασίας, είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις, από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου·
«κρατική υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει τη δημόσια υπηρεσία, τη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, την υπηρεσία στις ένοπλες δυνάμεις της Δημοκρατίας ή στις δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας, τη δικαστική υπηρεσία της Δημοκρατίας, την υπηρεσία στη θέση του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Γενικού και Βοηθού Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, του Γενικού και Βοηθού Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας, καθώς επίσης και την υπηρεσία σε οποιαδήποτε θέση αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια σε νόμο ή Κανονισμούς·
«σύνταξη» σημαίνει τη σύνταξη που καταβάλλεται δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών ή συμβάσεων απασχόλησης ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών σε συνταξιούχο της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών, ή αναφορικά με αυτόν, αλλά δεν περιλαμβάνει φιλοδώρημα ή εφάπαξ ποσό·
«συνταξιούχος» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο χορηγείται σύνταξη όπως ορίζεται στον παρόντα Νόμο·
«υπάλληλος» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει θέση, αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια σε νόμο ή Κανονισμούς·
«ωρομίσθιος εργάτης» σημαίνει εργάτη που αμείβεται σε ωριαία βάση.