5.-(1) Επιπρόσθετα από την κρατική χρηματοδότηση, πολιτικό κόμμα δύναται να αποδέχεται ιδιωτικές, χρηματικές ή μη, εισφορές από φυσικά ή νομικά πρόσωπα νοουμένου ότι αυτές:
(α) Δεν υπερβαίνουν το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (€50.000) ανά έτος από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο∙
(β) είναι ονομαστικές∙
(γ) προέρχονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα των οποίων οι δραστηριότητες είναι νόμιμες∙
(δ) δεν προέρχονται από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εξαιρουμένου του Οργανισμού Νεολαίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 6Β∙
(ε) δεν προέρχονται από κρατική επιχείρηση∙
(στ) στην περίπτωση που προέρχονται από εταιρείες αυτές είναι εγγεγραμμένες δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου∙ και
(ζ) δεν προέρχονται από άλλο κράτος ή υπηρεσίες του ή εταιρείες στις οποίες αυτό συμμετέχει.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (β) έως (ζ) του εδαφίου (1), δεν επιτρέπεται ιδιωτική εισφορά οποιουδήποτε είδους που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ανά έτος από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εάν το εν λόγω πρόσωπο:
(α) Έχει ανεκπλήρωτες φορολογικές υποχρεώσεις, για τις οποίες δεν υπάρχουν ενστάσεις σε εκκρεμότητα, ή δεν έχει φορολογικό φάκελo∙
(β) είναι αποκλεισμένο, για οποιοδήποτε λόγο, κατά την ημερομηνία παροχής της ιδιωτικής εισφοράς, από συμμετοχή σε διαγωνισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα∙
(γ) λειτουργεί ή συμμετέχει στο κεφάλαιο άλλου νομικού προσώπου που λειτουργεί-
(i) ένα (1) ή περισσότερα καζίνο ή καζίνο θέρετρο ή εγκατάσταση δορυφορικού καζίνου δυνάμει των διατάξεων του περί της Λειτουργίας και του Ελέγχου Καζίνου Νόμου του 2015, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(ii) πρακτορείο στοιχημάτων ή που με άλλο τρόπο έχει αδειοδοτηθεί δυνάμει των διατάξεων των περί Στοιχημάτων Νόμων του 2012, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙
(δ) δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο∙
(ε) δεν κατέχει την κυπριακή υπηκοότητα ή κυπριακή καταγωγή, στην περίπτωση φυσικού προσώπου∙ ή
(στ) δεν είχε, στην περίπτωση νομικού προσώπου, κατά τα τελευταία τρία (3) έτη τη μόνιμη εγκατάστασή του στη Δημοκρατία, σύμφωνα με την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 2002 έως του 2015, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, εκτός αν πρόκειται για εταιρεία εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά ή εταιρεία εγγεγραμμένη ως αλλοδαπή που έχει εγκαθιδρύσει τόπο εργασίας εντός της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(3) Ιδιωτική εισφορά που γίνεται αποδεκτή κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (2), επισύρει χρηματική ποινή που επιβάλλεται από τον Έφορο και δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο της διαφοράς μεταξύ της ανώτατης επιτρεπόμενης δυνάμει του εδαφίου (2) εισφοράς και της εισφοράς που πραγματοποιήθηκε.
(4) Κάθε ιδιωτική εισφορά γίνεται αποδεκτή έναντι απόδειξης που εκδίδεται από το πολιτικό κόμμα και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε φόρο ή τέλος που επιβάλλεται ή εισπράττεται κατά νόμο και εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα του εισφορέα για σκοπούς των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων του 2002 έως 2015, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, τηρουμένων κατ’ αναλογία των διατάξεων της επιφύλαξης της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 του ίδιου Νόμου:
(5) Κάθε πολιτικό κόμμα τηρεί ειδικό μητρώο εισφορών, στο οποίο καταχωρίζονται, σε σχέση με τις εισφορές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, το όνομα και ο αριθμός δελτίου ταυτότητας προκειμένου για φυσικό πρόσωπο ή ο αριθμός εγγραφής προκειμένου για νομικό πρόσωπο.
(6) (α) Κάθε πολιτικό κόμμα, το αργότερο μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους, αναρτά στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο και ταυτόχρονα διαβιβάζει στον Έφορο, κατάλογο των προσώπων που είχαν προβεί σε ιδιωτικές εισφορές άνω των πεντακόσιων ευρώ (€500) κατά το αμέσως προηγούμενο έτος, ο οποίος περιλαμβάνει τα ονόματα των φυσικών και των νομικών προσώπων και το συνολικό ποσό εισφοράς για κάθε περίπτωση.
(β) Παράλειψη συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παραγράφου (α) επισύρει χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο του ποσού των εισφορών που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, την οποία επιβάλλει ο Έφορος.
(γ) Τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο (α) είναι διαθέσιμα στο γραφείο του Εφόρου για ενημέρωση του κοινού.