2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αναλογιστική μείωση» σημαίνει τη μείωση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων υπαλλήλου σε περίπτωση οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησης, έτσι ώστε τα ωφελήματα αυτά να είναι αναλογιστικά ισοδύναμα με αυτά που θα λάμβανε σε περίπτωση αφυπηρέτησής του με τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης·
«αναλογιστική μετατροπή» σημαίνει τη μετατροπή του εφάπαξ ποσού σε σταθερό μηνιαίο ποσό, κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης, λαμβανομένου υπόψη του προσδόκιμου ζωής κατά την ημερομηνία αυτή·
«αξίωμα, λειτούργημα ή θέση στη Δημοκρατία» σημαίνει οποιοδήποτε αξίωμα, λειτούργημα ή θέση, για τα οποία καταβάλλεται από τη Δημοκρατία ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οργανισμό δημοσίου δικαίου ή αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης, αναλόγως της περιπτώσεως, αντιμισθία, αποζημίωση ή μηνιαίες απολαβές, αντίστοιχα, και περιλαμβάνει το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Πρόεδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, του βουλευτή, υπουργού, υφυπουργού παρά τω Προέδρω, δημάρχου, του Προέδρου Συμβουλίου Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης, του επιτρόπου, εφόρου ή προέδρου και μελών οποιασδήποτε αρχής ή άλλου σώματος και οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, λειτούργημα ή θέση που καθιδρύεται δυνάμει του Συντάγματος ή προβλέπεται στον εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμο ή από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου, αλλά δεν περιλαμβάνει πρόσωπα που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2025 κατέχουν θέση Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικαστή οποιουδήποτε δικαστηρίου, προέδρου και μέλους της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, καθώς και θέση Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου∙
«αξίωμα, λειτούργημα ή θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση» σημαίνει θητεία ή υπηρεσία σε αξίωμα ή θέση σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή θητεία ως μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατόπιν εκλογής διενεργηθείσας στη Δημοκρατία, δυνάμει των διατάξεων του περί της Εκλογής των Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νόμου και περιλαμβάνει αξίωμα ή λειτούργημα ή θέση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στην Επιτροπή Περιφερειών, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και σε οποιονδήποτε άλλο οργανισμό, γραφείο, θεσμό ή υπηρεσία καθιδρυθείσα ή καθιδρυθησομένη δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δυνάμει οποιασδήποτε άλλης νομοθετικής πράξης, της οποίας ο κανονισμός για την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων περιλαμβάνει διατάξεις ταυτόσημες ή ανάλογες, με αυτές του παραρτήματος VIII, Άρθρο 11, του Κανονισμού (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962 περί καθορισμού της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
«αποκοπές» σημαίνει αποκοπές από το μισθό του κάθε υπαλλήλου δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«δάσκαλος» σημαίνει-
(α) τον εκπαιδευτικό που διορίζεται σύμφωνα με το Νόμο για υπηρεσία σε δημόσια σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και περιλαμβάνει Διευθυντή και τον κάτοχο οποιασδήποτε άλλης θέσης στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία την οποία θα ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο· και
(β) τον εκπαιδευτικό που διορίζεται από την εφορεία των αρμένικων σχολείων της Κύπρου για υπηρεσία σε αρμένικο δημοτικό σχολείο της Κύπρου·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«δικαστής» σημαίνει δικαστή οποιουδήποτε δικαστηρίου της Δημοκρατίας·
«εκάστοτε ισχύουσα ασφαλιστική μονάδα» σημαίνει την ασφαλιστική μονάδα που είναι δημοσιευμένη στην αρχή του έτους αφυπηρέτησης και η οποία εφαρμόζεται για ολόκληρο το έτος, με ημερομηνία ισχύος από την 1η Ιανουαρίου 2013 και εφεξής·
«ελάχιστη αμοιβή» σημαίνει ποσό ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500), καταβλητέο έναντι αντιμισθίας ή μηνιαίων απολαβών σε δικαιούχο και αναπροσαρμοζόμενο από την 1η Ιανουαρίου 2027, ετησίως, σύμφωνα με τον εκάστοτε δημοσιευόμενο από τη Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας δείκτη τιμών καταναλωτή του έτους που προηγείται της δημοσίευσης∙
«ευρύτερος δημόσιος τομέας» σημαίνει κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία ή αρχή ή γραφείο ανεξάρτητου αξιωματούχου, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία·
«Ευρωπαϊκή Ένωση» σημαίνει το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή Περιφερειών, τον Ευρωπαϊκό Διαμεσολαβητή, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και οποιοδήποτε οργανισμό ή γραφείο ή θεσμό ή υπηρεσία εγκαθιδρύθηκε ή θα εγκαθιδρυθεί στο μέλλον, δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οποιασδήποτε νομοθετικής πράξης, της οποίας ο κανονισμός για την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων περιλαμβάνει ή θα περιλαμβάνει ταυτόσημες ή ανάλογες διατάξεις με αυτές του παραρτήματος VIII, Άρθρο 11, του κανονισμού (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962∙
«θέση» σημαίνει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα·
«ιατρικός λειτουργός» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει συντάξιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία για την οποία το οικείο σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί την υποχρεωτική εγγραφή του στο Ιατρικό Μητρώο το οποίο τηρείται με βάση τις πρόνοιες του περί εγγραφής Ιατρών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«καθηγητής» σημαίνει εκπαιδευτικό λειτουργό που διορίζεται για υπηρεσία σε σχολείο μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης και περιλαμβάνει τεχνολόγο, εκπαιδευτή, βοηθό εκπαιδευτή, διευθυντή και βοηθό διευθυντή, επιθεωρητή και τον κάτοχο οποιασδήποτε άλλης θέσης στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία την οποία ήθελε ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο:
«Κανονισμός (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας με τίτλο «Κανονισμός αριθ. 31 (ΕΟΚ) και αριθ.11 (ΕΚΑΕ), περί καθορισμού της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κρατική υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει υπηρεσία σε θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, στις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας, στις Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας, σε οποιαδήποτε θέση Δικαστού σε οποιοδήποτε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, στη θέση του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Γενικού και Βοηθού Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, του Γενικού και Βοηθού Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας, καθώς επίσης υπηρεσία σε οποιαδήποτε θέση στην κρατική υπηρεσία αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια με νόμο·
«κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων» σημαίνει σχέδιο συντάξεων η λειτουργία του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«μέλος της Αστυνομίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Αστυνομίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και δεν περιλαμβάνει ειδικό αστυνομικό·
«νεοεισερχόμενος υπάλληλος» σημαίνει υπάλληλο που διορίστηκε ή διορίζεται για πρώτη φορά σε θέση κατά ή μετά την 1η Οκτωβρίου 2011 και δεν είχε υπηρετήσει σε οποιαδήποτε θέση πριν την ημερομηνία αυτή·
«οικείος νόμος ή Κανονισμοί» σημαίνει τον περί Συντάξεων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ή οποιοδήποτε νόμο ή Κανονισμούς που καθορίζουν τους κανόνες υπολογισμού και καταβολής των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά δεν περιλαμβάνει τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«περιοδικές εισφορές» σημαίνει περιοδικές εισφορές υπαλλήλου που καταβάλλονται με βάση τον οικείο νόμο ή κανονισμούς∙
«σταθερό μηνιαίο ποσό» σημαίνει το ποσό το οποίο προκύπτει από τον υπολογισμό που καθορίζεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7·
«συντάξιμες απολαβές» σημαίνει τις συντάξιμες απολαβές, όπως αυτές καθορίζονται στον οικείο νόμο ή κανονισμούς·
«συνταξιοδοτικά ωφελήματα» σημαίνει σύνταξη ή σύνταξη και εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα·
«συνταξιούχος» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη δυνάμει οποιουδήποτε οικείου νόμου ή κανονισμών·
«σχέδιο συντάξεων όμοιο με το κυβερνητικό» σημαίνει σχέδιο συντάξεων, το οποίο λειτουργεί αναφορικά με τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι πρόνοιες του οποίου είναι όμοιες ή ανάλογες ή αντίστοιχες με τις πρόνοιες του κυβερνητικού σχεδίου συντάξεων·
«υπάλληλος» σημαίνει πρόσωπο που διορίσθηκε σε θέση στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.