10.-(1) Σε περίπτωση που διαπραχθεί ποινικό αδίκημα, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ ή Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, από νομικό πρόσωπο επ’ ωφελεία του και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί με τη συναίνεση ή τη συμπαιγνία ή αποδίδεται σε έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου ή άλλη παράλειψη προσώπου, το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου και ενεργεί ατομικά ή ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου με βάση -
(α)εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου,
(β)εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου, ή
(γ)εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου,
τότε το πρόσωπο αυτό, καθώς επίσης και το νομικό πρόσωπο, είναι ένοχοι ποινικού αδικήματος και υπόκεινται σε ποινική δίωξη σε σχέση με το εν λόγω ποινικό αδίκημα.
(2) Όταν μέλος νομικού προσώπου, που δεν είναι διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής νομικού προσώπου, ασκεί αρμοδιότητες διευθύνοντος συμβούλου ή διευθυντή, τότε εφαρμόζεται, σε σχέση με τις πράξεις ή παραλείψεις του, το εδάφιο (1), ωσάν το πρόσωπο αυτό να ήταν διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής του νομικού προσώπου.