19.-(1) Πρόσωπο το οποίο -
(α) λειτουργεί επιχείρηση κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4·
(β) παραλείπει να επιστρέψει την ανακληθείσα ή ανασταλείσα επικυρωμένη κατάσταση ή προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία προϋποθέτει την κατοχή επικυρωμένης κατάστασης, ενώ η κατάσταση αυτή έχει ανακληθεί ή ανασταλεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12· ή
(γ) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε υποχρέωση η οποία επιβάλλεται σ΄ αυτό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου· ή
(δ) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε νόμιμη οδηγία ή εντολή που δίνεται σ΄ αυτό από οποιοδήποτε Ελεγκτή, υπάλληλο ή αστυνομικό με στολή ή παρακωλύει αυτούς στην άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 17· ή
(ε) ενώ δεν είναι πάροχος υπηρεσιών, διαφημίζει ή χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο τον όρο «επιχείρηση εκμίσθωσης οχημάτων χωρίς οδηγό», ή άλλο παρεμφερή όρο, επωνυμία ή επιγραφή· ή
(στ) εν γνώσει του εκμισθώνει όχημα ή προκαλεί ή επιτρέπει ή ανέχεται τη χρήση οχήματος που περιλαμβάνεται σε επικυρωμένη κατάσταση από άτομα που χρησιμοποιούν το όχημα για την τέλεση ανήθικων ή παράνομων πράξεων:
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές. Το Δικαστήριο δύναται, επιπρόσθετα από την επιβολή ποινής σύμφωνα με τα πιο πάνω, να διατάξει τη δήμευση του οχήματος που εκμισθώνεται.
(2) Σε περίπτωση που πρόσωπο έχει ήδη καταδικαστεί δυνάμει του παρόντος άρθρου και συνεχίζει να παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου αυτού, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή, που δεν υπερβαίνει τα διακόσια ευρώ (€200) για κάθε μέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση.