21.-(1) Οποιοσδήποτε εργοδότης:
(α) αρνείται να αναγνωρίσει τη συντεχνία μετά την έκδοση διατάγματος αναγνώρισης,
(β) μετά την έκδοση διατάγματος αναγνώρισης, αρνείται να διεξαγάγει διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη συλλογικής σύμβασης.
(γ) παρακωλύει ή εμποδίζει εκπροσώπους των εργοδοτουμένων κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους ή στερεί το δικαίωμα πρόσβασης των εκπροσώπων των εργαζομένων σε διαδικασία αναγνώρισης,
(δ) παρακωλύει ή εμποδίζει τους εκπροσώπους των εργαζομένων να έχουν πρόσβαση στους εργοδοτούμενους, ή προβαίνει σε οποιεσδήποτε ενέργειες που σκοπό έχουν να εκφοβίσουν ή να επηρεάσουν την ελεύθερη βούληση των εργοδοτουμένων του κατά τη διαδικασία αναγνώρισης,
(ε) προβαίνει κατά τη διάρκεια διαδικασίας αναγνώρισης σε μονομερή αλλαγή των όρων εργοδότησης των εργοδοτουμένων της διαπραγματευτικής μονάδας, εκτός αυτών που προκύπτουν από προσωπικές συμφωνίες ή την πρακτική της επιχείρησης ή τη νομοθεσία,
είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000).
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο -
(α) παρεμποδίζει τον Έφορο κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που παρέχεται σ’ αυτόν από το Νόμο˙
(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία από το Νόμο˙
(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με το Νόμο˙
(δ) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιασθεί ενώπιον του Εφόρου ή να εξετασθεί από αυτόν,
είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης, τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.