Αμφισβητήσεις

15.-(1) Οι αμφισβητήσεις σχετικά με την απαίτηση, τον αρχικό τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση της απαίτησης στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής ή τον ενιαίο τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση της απαίτησης στο κράτος μέλος της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής, καθώς και οι αμφισβητήσεις σχετικά με την εγκυρότητα της κοινοποίησης που διενεργήθηκε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρμόδιων οργάνων του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που στα πλαίσια διαδικασίας είσπραξης της απαίτησης, ένα ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβητήσει την απαίτηση, τον αρχικό τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση αυτής στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής ή τον ενιαίο τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση αυτής στο κράτος μέλος της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή πληροφορεί το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος ότι πρέπει να υποβάλει την αμφισβήτηση του ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής, σύμφωνα με την ισχύουσα σε αυτό νομοθεσία.

(2) Αμφισβητήσεις σχετικά με τα μέτρα εκτέλεσης της απαίτησης, τα οποία λήφθηκαν στο κράτος μέλος της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής ή σχετικά με την εγκυρότητα της κοινοποίησης που διενεργήθηκε από την λαμβάνουσα την αίτηση αρχή, υποβάλλονται στο αρμόδιο όργανο του κράτους μέλους της εν λόγω αρχής, σύμφωνα με την ισχύουσα σε αυτό νομοθεσία.

(3) Σε περίπτωση που υποβληθεί αμφισβήτηση στο αρμόδιο όργανο του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής σύμφωνα με το εδάφιο (1), τότε η αιτούσα αρχή πληροφορεί σχετικά τη λαμβάνουσα την αίτηση αρχή και αναφέρει την έκταση στην οποία δεν αμφισβητείται η απαίτηση.

(4) Μόλις η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή λάβει τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (3), είτε από την αιτούσα αρχή, είτε από το ενδιαφερόμενο μέρος, αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης της απαίτησης όσον αφορά το αμφισβητούμενο μέρος της απαίτησης, εκκρεμούσης της απόφασης του αρμόδιου στο θέμα αυτό οργάνου, εκτός εάν η αιτούσα αρχή υποβάλει διαφορετικό αίτημα σύμφωνα με το εδάφιο (6).

(5) Μετά από αίτημα της αιτούσας αρχής ή σε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο από τη λαμβάνουσα την αίτηση αρχή και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 17, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία δύναται να λάβει ασφαλιστικά μέτρα για τη διασφάλιση της είσπραξης της απαίτησης, εφόσον οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία το επιτρέπουν.

(6) Η αιτούσα αρχή δύναται, σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και τις διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται, να ζητά από τη λαμβάνουσα την αίτηση αρχή να εισπράξει αμφισβητούμενη απαίτηση ή το αμφισβητούμενο μέρος της απαίτησης, εφόσον οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και οι διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής το επιτρέπουν και κάθε τέτοιο αίτημα πρέπει να αιτιολογείται:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η έκβαση της αμφισβήτησης αποβεί ευνοϊκή για τον οφειλέτη, η αιτούσα αρχή υποχρεούται να επιστρέψει κάθε εισπραχθέν ποσό, προσαυξημένο με την τυχόν οφειλόμενη αποζημίωση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής.

(7) Σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας αμοιβαίας συμφωνίας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής ή του κράτους μέλους της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής και η έκβαση της διαδικασίας ενδέχεται να επηρεάσει την απαίτηση για την οποία ζητήθηκε συνδρομή, τα μέτρα είσπραξης αναστέλλονται ή διακόπτονται μέχρι τον τερματισμό της διαδικασίας αυτής, εκτός εάν η εν λόγω διαδικασία σχετίζεται με υπόθεση που χαρακτηρίζεται ως επείγουσα, λόγω απάτης ή αφερεγγυότητας και σε περίπτωση αναστολής ή διακοπής των μέτρων είσπραξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (5).