17.-(1) Μετά από αίτηση της αιτούσας αρχής, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία το επιτρέπουν και σύμφωνα με τις διοικητικές πρακτικές αυτής, για διασφάλιση της είσπραξης όταν η απαίτηση ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής αμφισβητείται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, ή όταν η απαίτηση δεν αποτελεί ακόμη αντικείμενο τίτλου που επιτρέπει την εκτέλεση της απαίτησης στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής, στην έκταση που η λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι επίσης δυνατή, σε παρόμοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις και τις διοικητικές πρακτικές του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής.
(2) Σε περίπτωση που έχει συνταχθεί έγγραφο, το οποίο επιτρέπει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής και αφορά την απαίτηση για την είσπραξη της οποίας ζητείται αμοιβαία συνδρομή, αυτό επισυνάπτεται στην αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στο κράτος μέλος της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής και το έγγραφο αυτό δεν υπόκειται σε αναγνώριση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση στο κράτος μέλος της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής.
(3) Η αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να συνοδεύεται από άλλα έγγραφα σχετικά με την απαίτηση, τα οποία έχουν εκδοθεί στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής.
(4) Ο τύπος της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων καθορίζεται με Γνωστοποίηση του Υπουργού που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.