26.-(1) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 24 και του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νό΅ου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, συμπεριλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, ΅ε το οποίο να διατάσσει-
(α) την άμεση παύση και/ή ΅η επανάληψη της γενόμενης παράβασης,
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων, προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε η σχετική παράβαση,
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου, ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης ΅ε σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης,
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(2) Το διάταγμα, που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να αφορά όχι ΅όνο τις συγκεκριμένες πράξεις, παραλείψεις ή τη συμπεριφορά του παραβάτη, αλλά και παρόμοιες πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά αυτού για το μέλλον.
(3) Οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, που εφαρμόζονται σχετικά ΅ε αιτήσεις έκδοσης διαταγμάτων σε πολιτικές υποθέσεις, εφαρμόζονται κατ αναλογία, αναφορικά ΅ε τον τύπο, τη σύνταξη, την καταχώριση και την εκδίκαση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 24 αίτησης.