10.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Διευθυντής ανακαλεί ή αναστέλλει, εν λόγω ή εν μέρει, την ισχύ επικυρωμένης κατάστασης για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) αν η επικύρωση της κατάστασης έχει εξασφαλιστεί με δόλο, ψευδή δήλωση ή απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος που έγινε εν γνώσει του παρόχου υπηρεσιών. ή
(β) αν συχνά ή συστηματικά ο πάροχος υπηρεσιών παραβιάζει διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και του έχει επιβληθεί κύρωση με βάση τα άρθρα 14 και 15.
(2) Προτού ο Διευθυντής ανακαλέσει ή αναστείλει, εν λόγω ή εν μέρει, την ισχύ επικυρωμένης κατάστασης δυνάμει του εδαφίου (1), παρέχει στον πάροχο υπηρεσιών, στον οποίο αναφέρεται αυτή, προειδοποίηση τουλάχιστον δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών για την πρόθεση του αυτή, αναφέροντας λεπτομερώς του λόγους της ανάκλησης ή της αναστολής, και δίνοντας της ευκαιρία στον πάροχο υπηρεσιών να υποβάλει γραπτώς τις πιθανές παραστάσεις του και ο Διευθυντής λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω παραστάσεις:
Νοείται ότι, ο πάροχος υπηρεσιών στον οποίο αναφέρεται η επικυρωμένη κατάσταση μπορεί να υποβάλει γραπτές παραστάσεις μέσα σε δεκαπέντε (15) το αργότερο εργάσιμες μέρες από την ημερομηνία λήψης της προειδοποίησης.
(3) Σε περίπτωση ανάκλησης ή αναστολής εν λόγω ή εν μέρει της ισχύος επικυρωμένης κατάστασης, που αποφασίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο πάροχος υπηρεσιών στον οποίο αναφέρεται η επικυρωμένη κατάσταση οφείλει, χωρίς καθυστέρηση, να την επιστρέψει στο Διευθυντή χωρίς αυτός να δικαιούται επιστροφή των τελών που έχει καταβάλει.
(4) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών που κατέχει τέτοια κατάσταση παραλείψει να την επιστρέψει, όπως προβλέπεται πιο πάνω, αυτή κατάσχεται και επιστρέφεται στο Διευθυντή από οποιοδήποτε Ελεγκτή ή άλλο υπάλληλο ή αστυνομικό.