Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«Άδεια» σημαίνει την Άδεια Βιομηχανικών Εκπομπών που χορηγείται με βάση τα άρθρα 8, 11 και 13, για μέρος ή ολόκληρη εγκατάσταση, εγκατάσταση καύσης, εγκατάσταση αποτέφρωσης αποβλήτων ή εγκατάσταση συναποτέφρωσης αποβλήτων·

«άδεια απόρριψης αποβλήτων» σημαίνει την άδεια που χορηγείται δυνάμει του άρθρου 11 του περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμου όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«άδεια εκπομπής αερίων αποβλήτων» σημαίνει την άδεια που χορηγείται δυνάμει του άρθρου 8 του περί Ελέγχου της Ρύπανσης της Ατμόσφαιρας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«άδεια οικοδομής» σημαίνει την άδεια που χορηγείται δυνάμει του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«αεριοκίνητη μηχανή» σημαίνει μηχανή εσωτερικής καύσης, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τον κύκλο Όττο και χρησιμοποιεί για την καύση καυσίμου επιβαλλόμενη ανάφλεξη ή στην περίπτωση καύσης δύο καυσίμων, σύστημα ανάφλεξης καυσίμου με συμπίεση·

«αεριοστρόβιλος» σημαίνει κάθε περιστρεφόμενη μηχανή που μετατρέπει θερμική ενέργεια σε μηχανικό έργο και η οποία αποτελείται κυρίως από συμπιεστή, θερμική διάταξη, όπου το καύσιμο οξειδώνεται για να θερμάνει το φέρον ρευστό, και στρόβιλο·

«αναδυόμενη τεχνική» σημαίνει κάθε νέα τεχνική για μια βιομηχανική δραστηριότητα η οποία, εάν αναπτυχθεί εμπορικά, μπορεί να εξασφαλίσει είτε υψηλότερο γενικό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος είτε τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και μεγαλύτερη εξοικονόμηση κόστους σε σχέση με υφιστάμενες βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές·

«ανάκτηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αποβλήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«ανακύκλωση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αποβλήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«απόβλητο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αποβλήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ή τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή και τους δύο αυτούς Υπουργούς, όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 και στο Παράρτημα Ι·

«αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης» σημαίνει δήμο ή κοινοτικό συμβούλιο·

«Αρχείο»: σημαίνει το Αρχείο που τηρείται με βάση το άρθρο 95 του παρόντος Νόμου·

«Αρχιεπιθεωρητής» σημαίνει τον Αρχιεπιθεωρητή που ορίζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 84·

«βασική έκθεση» σημαίνει την έκθεση που περιλαμβάνει τις πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση της ρύπανσης του εδάφους και των υπόγειων υδάτων από σχετικές με τη δραστηριότητα επικίνδυνες ουσίες, η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34·

«βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές» ή «ΒΔΤ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το εδάφιο (2)·

«βιομάζα» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) προϊόντα που αποτελούνται από οποιαδήποτε φυτική ύλη, η οποία προέρχεται από τη γεωργία ή τη δασοκομία και η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο, προκειμένου να ανακτηθεί το ενεργειακό της περιεχόμενο·

(β) φυτικά απόβλητα της γεωργίας ή της δασοκομίας∙

(γ) φυτικά απόβλητα της βιομηχανίας τροφίμων, εφόσον ανακτάται η εκλυόμενη θερμότητα∙

(δ) ινώδη φυτικά απόβλητα από την παραγωγή παρθένου χαρτοπολτού και την παραγωγή χαρτιού από χαρτοπολτό, εφόσον για τα εν λόγω απόβλητα εφαρμόζεται διαδικασία συναποτέφρωσης στον τόπο παραγωγής και ανακτάται η παραγόμενη θερμότητα∙

(ε) απόβλητα φελλού∙

(στ) απόβλητα ξύλου, εξαιρουμένων των αποβλήτων ξύλου τα οποία ενδέχεται να περιέχουν αλογονούχες οργανικές ενώσεις ή βαρέα μέταλλα ως αποτέλεσμα επεξεργασίας με συντηρητικά ξύλου ή ως αποτέλεσμα επίστρωσης, και τα οποία περιλαμβάνουν ειδικότερα απόβλητα ξύλου προερχόμενα από κατασκευές και κατεδαφίσεις·

«γενικοί όροι λειτουργίας» σημαίνει τις οριακές τιμές εκπομπής και απόρριψης ή άλλους όρους, τουλάχιστον σε επίπεδο τομέα δραστηριότητας που υιοθετούνται με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν απευθείας για τον καθορισμό των όρων λειτουργίας, οι οποίοι καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12·

«δήμος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Δήμων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«διάθεση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Αποβλήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«διοξίνες και φουράνια» σημαίνει όλα τα πολυχλωροπαράγωγα της διβενζο-π-διοξίνης και του διβενζοφουρανίου, όπως απαριθμούνται στο Μέρος 2 του Παραρτήματος ΙΙ.·

«έγγραφο αναφοράς ΒΔΤ» σημαίνει έγγραφο, το οποίο προκύπτει μετά από την ανταλλαγή πληροφοριών και απόφαση της Επιτροπής που προβλέπεται στο Άρθρο 13 της Οδηγίας 2010/75/ΕΕ, το οποίο συντάσσεται για συγκεκριμένες δραστηριότητες και περιγράφει κυρίως τις εφαρμοζόμενες τεχνικές, τα ισχύοντα επίπεδα εκπομπών και κατανάλωσης, τις τεχνικές που εξετάζονται για τον καθορισμό των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών καθώς και τα συμπεράσματα ΒΔΤ και όλες τις αναδυόμενες τεχνικές, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ·

«εγκατάσταση» σημαίνει κάθε ακίνητη ή κινητή τεχνική μονάδα, εντός της οποίας εκτελούνται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες του Παραρτήματος ΙV ή του Μέρους 1 του Παραρτήματος V, καθώς και όλες οι άλλες άμεσα συνδεδεμένες δραστηριότητες, στον ίδιο χώρο, οι οποίες είναι τεχνικώς συναφείς με τις δραστηριότητες των εν λόγω Παραρτημάτων και ενδέχεται να επηρεάζουν τις εκπομπές και γενικότερα τη ρύπανση·

«εγκατάσταση αποτέφρωσης αποβλήτων» σημαίνει κάθε σταθερή ή κινητή τεχνική εγκατάσταση με τον εξοπλισμό της που προορίζεται αποκλειστικά για θερμική επεξεργασία αποβλήτων, με ή χωρίς ανάκτηση της θερμότητας που εκλύεται κατά την καύση, μέσω της αποτέφρωσης αποβλήτων με οξείδωση καθώς και άλλων τεχνικών θερμικής επεξεργασίας, όπως η πυρόλυση, η αεριοποίηση ή η τεχνική πλάσματος, εφόσον οι ουσίες που προέρχονται από την επεξεργασία στη συνέχεια αποτεφρώνονται·

«εγκατάσταση καύσης» σημαίνει κάθε τεχνική εγκατάσταση, στην οποία οξειδώνονται καύσιμα, με σκοπό τη χρησιμοποίηση της παραγόμενης θερμότητας·

«εγκατάσταση καύσης μεικτής εστίας» σημαίνει κάθε εγκατάσταση καύσης που μπορεί να τροφοδοτείται ταυτόχρονα ή εναλλάξ με δύο ή περισσότερα είδη καυσίμων·

«εγκατάσταση συναποτέφρωσης αποβλήτων» σημαίνει κάθε σταθερή ή κινητή τεχνική εγκατάσταση, της οποίας κύρια λειτουργία είναι η παραγωγή ενέργειας ή υλικών προϊόντων, στην οποία -

(α) χρησιμοποιούνται απόβλητα ως σύνηθες ή συμπληρωματικό καύσιμο, ή

(β) τα απόβλητα υφίστανται θερμική επεξεργασία για τη διάθεσή τους, μέσω αποτέφρωσης αποβλήτων με οξείδωση, καθώς και άλλων τεχνικών θερμικής επεξεργασίας, όπως η πυρόλυση, η αεριοποίηση ή η τεχνική πλάσματος, εφόσον οι ουσίες που προέρχονται από την επεξεργασία στη συνέχεια αποτεφρώνονται·

«εγχώριο στερεό καύσιμο» σημαίνει το στερεό καύσιμο, το οποίο υπάρχει στη φύση, εξορύσσεται σε τοπικό επίπεδο και χρησιμοποιείται σε εγκατάσταση καύσης ειδικά σχεδιασμένη για το καύσιμο αυτό·

«έδαφος» σημαίνει το ανώτερο στρώμα του στερεού φλοιού της Γης, μεταξύ του γεωλογικού υπόβαθρου και της επιφάνειας, το οποίο αποτελείται από ανόργανα και οργανικά συστατικά, νερό, αέρα και έμβιους οργανισμούς·

«εκπομπή» σημαίνει την άμεση ή έμμεση έκλυση ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου στην ατμόσφαιρα, τα νερά ή το έδαφος, από σημειακές ή διάχυτες πηγές της εγκατάστασης·

«ενδιαφερόμενο κοινό» σημαίνει το κοινό, το οποίο επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεαστεί ή το οποίο έχει συμφέρον στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με τη χορήγηση, ανανέωση ή τροποποίηση Άδειας ή των όρων λειτουργίας αυτής, περιλαμβανομένων των μη κυβερνητικών οργανώσεων που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος·

«επαναχρησιμοποίηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αποβλήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Επαρχία» σημαίνει μια από τις έξι Διοικητικές Επαρχίες της Κύπρου·

«Έπαρχος» σημαίνει τον Έπαρχο της οικείας Επαρχίας·

«επιθεωρητής» σημαίνει τον επιθεωρητή, όπως αυτός ορίζεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή (3) του άρθρου 84·

«επικίνδυνα απόβλητα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αποβλήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«επικίνδυνες ουσίες» σημαίνει τις ουσίες ή μείγματα, όπως ορίζονται στο Άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των Οδηγιών 64/5/48/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1907/2006, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 618/2012 της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 2012 σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται η αντικαθίσταται·

«επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές» σημαίνει το εύρος των επιπέδων εκπομπών που εκλύονται υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας με τη χρήση βέλτιστης διαθέσιμης τεχνικής ή συνδυασμού βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, όπως αυτές περιγράφονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ, διατυπωμένες ως μέσος όρος κατά τη διάρκεια δεδομένου χρονικού διαστήματος, υπό συγκεκριμένες συνθήκες αναφοράς·

«Επιτροπή» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

«επιφανειακά χερσαία νερά» σημαίνει τα χερσαία νερά, εκτός των υπόγειων υδάτων και περιλαμβάνουν οποιοδήποτε ποταμό, ρυάκι ή άλλο υδατόρεμα, λίμνη, λιμνοδεξαμενή ή ταμιευτήρα, ή οποιοδήποτε μέρος αυτών φυσικό ή τεχνικό, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό και οποιαδήποτε αναφορά σε επιφανειακά χερσαία νερά περιλαμβάνει αναφορά στο κανάλι ή στην κοίτη επιφανειακών χερσαίων νερών που είναι ενίοτε ξηρά·

«επίχρισμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Περιορισμού των Εκπομπών Πτητικών Οργανικών Ενώσεων που Οφείλονται στη Χρήση Οργανικών Διαλυτών σε Χρώματα Διακόσμησης, Βερνίκια, Προϊόντα Φανοποιίας Αυτοκινήτων και Άλλα Προϊόντα Βαφής Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«καθοριστικό καύσιμο» σημαίνει-

(α) καύσιμο το οποίο, μεταξύ όλων των καυσίμων που χρησιμοποιούνται σε εγκατάσταση καύσης μεικτής εστίας, η οποία χρησιμοποιεί υπολείμματα απόσταξης και μετατροπής από τη διύλιση του αργού πετρελαίου για ιδία κατανάλωση, αποκλειστικώς ή με άλλα καύσιμα, έχει την υψηλότερη οριακή τιμή εκπομπής, σύμφωνα με το Μέρος 1 του Παραρτήματος VI, ή

(β) σε περίπτωση που διάφορα καύσιμα έχουν την ίδια οριακή τιμή εκπομπής, είναι το καύσιμο με τη μεγαλύτερη θερμική ισχύ μεταξύ των καυσίμων αυτών·

«καπνοδόχος» σημαίνει κατασκευή που περιέχει ένα ή περισσότερους καπναγωγούς για την έκλυση αέριων αποβλήτων στην ατμόσφαιρα·

«καύσιμο» σημαίνει κάθε στερεά, υγρή ή αέρια καύσιμη ύλη·

«κοινό» σημαίνει ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθώς και τις ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες αυτών·

«κοινότητα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Κοινοτήτων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«κοινοτικό συμβούλιο» σημαίνει το κοινοτικό συμβούλιο οποιασδήποτε κοινότητας ή συμπλέγματος κοινοτήτων, που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινοτήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει κάθε κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία ΕΟΧ·

«μεικτά αστικά απόβλητα» σημαίνει τα απόβλητα από νοικοκυριά, καθώς και τα απόβλητα από εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες και τα απόβλητα οργανισμών, τα οποία, λόγω της φύσης και της σύνθεσής τους, είναι όμοια με τα απόβλητα των νοικοκυριών, εξαιρουμένων-

(α) των αποβλήτων που αναφέρονται υπό τον κωδικό 20 01 στο Παράρτημα του περί Στερεών και Επικίνδυνων Αποβλήτων (Κατάλογος Αποβλήτων) Διατάγματος του 2003 και τα οποία συλλέγονται χωριστά στην πηγή, και

(β) των λοιπών αποβλήτων που αναφέρονται υπό τον κωδικό 20 02 στο Παράρτημα του ανωτέρω Διατάγματος·

«μικρό απομονωμένο σύστημα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«νερά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «νερά της Κύπρου» από το άρθρο 2 του περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«νομικό πρόσωπο» δεν περιλαμβάνει νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας αλλά περιλαμβάνει νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του οποίου οι δραστηριότητες προκύπτουν από το ιδιωτικό δίκαιο.

«ντιζελοκίνητη μηχανή» σημαίνει μηχανή εσωτερικής καύσης, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τον κύκλο ντίζελ και χρησιμοποιεί σύστημα ανάφλεξης καυσίμου με συμπίεση·

«οδηγία 2010/75/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης), όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«ονομαστική δυναμικότητα» σημαίνει το εκφραζόμενο ως την ποσότητα των αποβλήτων που αποτεφρώνονται ανά ώρα άθροισμα των δυναμικοτήτων αποτέφρωσης των κλιβάνων που συνθέτουν την εγκατάσταση αποτέφρωσης αποβλήτων ή την εγκατάσταση συναποτέφρωσης αποβλήτων, όπως ορίζονται από τον κατασκευαστή και επιβεβαιώνονται από το φορέα εκμετάλλευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη θερμογόνο αξία των αποβλήτων·

«οργανική ένωση» σημαίνει κάθε ένωση που περιέχει τουλάχιστον άνθρακα και ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία υδρογόνο, αλογόνα, οξυγόνο, θείο, φωσφόρο, πυρίτιο ή άζωτο, εξαιρουμένων των οξειδίων του άνθρακα και των ανόργανων ανθρακικών και όξινων ανθρακικών αλάτων·

«οργανικός διαλύτης» σημαίνει κάθε πτητική οργανική ένωση που χρησιμοποιείται -

(α) μόνη ή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, χωρίς να υφίσταται χημική μετατροπή, για τη διάλυση πρώτων υλών, προϊόντων ή αποβλήτων, ή

(β) ως μέσο καθαρισμού για τη διάλυση ξένων προσμείξεων, ή

(γ) ως διαλυτοποιητής, ή

(δ) ως μέσο διασποράς, ή

(ε) ως ρυθμιστής του ιξώδους, ή

(στ) ως ρυθμιστής της επιφανειακής τάσης, ή

(ζ) ως πλαστικοποιητής, ή

(η) ως συντηρητικό·

«οριακή τιμή εκπομπής» σημαίνει τη μάζα, εκφρασμένη σε σχέση με ορισμένες ειδικές παραμέτρους, τη συγκέντρωση ή/ και τη στάθμη μιας εκπομπής, της οποίας δεν επιτρέπεται η υπέρβαση κατά τη διάρκεια μιας ή περισσότερων συγκεκριμένων χρονικών περιόδων·

«ουσία» σημαίνει κάθε χημικό στοιχείο και οι ενώσεις του, εξαιρουμένων-

(α) ραδιενεργών ουσιών, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Προστασίας από Ιονίζουσες Ακτινοβολίες και Πυρηνικής Ασφάλειας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(β) γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών, όπως ορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Γενετικά Τροποποιημένων Μικροοργανισμών (κατά την Περιορισμένη Χρήση) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(γ) γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, όπως ορίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 2 του περί Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (Ελευθέρωση στο Περιβάλλον) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«ουσιαστική μεταβολή» σημαίνει κάθε μεταβολή της φύσης ή της λειτουργίας ή επέκταση εγκατάστασης ή εγκατάστασης καύσης ή εγκατάστασης αποτέφρωσης αποβλήτων ή εγκατάστασης συναποτέφρωσης αποβλήτων, που ενδέχεται να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία ή στο περιβάλλον·

«παραγωγός αποβλήτων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αποβλήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«περιβαλλοντική επιθεώρηση» σημαίνει το σύνολο των δράσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, επιτόπιες επιθεωρήσεις, παρακολούθηση των εκπομπών, έλεγχο των εσωτερικών εκθέσεων και των σχετικών εγγράφων παρακολούθησης, επαλήθευση της παρακολούθησης που διενεργεί η εγκατάσταση, έλεγχο των τεχνικών που χρησιμοποιούνται και της καταλληλότητας της περιβαλλοντικής διαχείρισης της εγκατάστασης, που αναλαμβάνονται από την Αρμόδια Αρχή ή εξ ονόματός της, με στόχο τον έλεγχο και την προαγωγή της συμμόρφωσης των εγκαταστάσεων με τους όρους λειτουργίας της Άδειάς τους και, εφόσον απαιτείται, τον έλεγχο των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον·

«πιστοποιητικό έγκρισης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από άρθρο 10 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου.

«ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος» σημαίνει το σύνολο των απαιτήσεων που συγκεκριμένο τμήμα των νερών, του εδάφους ή/ και της ατμόσφαιρας, πρέπει να πληροί σε συγκεκριμένο χρόνο, σύμφωνα με διάταγμα που εκδίδει η Αρμόδια Αρχή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 30·

«πολεοδομική άδεια» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.

«ποσοστό αποθείωσης» σημαίνει την ποσότητα θείου, που δεσμεύεται στον τόπο της εγκατάστασης καύσης, σε δεδομένο χρονικό διάστημα και δεν εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα, προς την ποσότητα θείου, που περιέχεται στο στερεό καύσιμο, το οποίο εισέρχεται στην εγκατάσταση καύσης και χρησιμοποιείται στην εν λόγω εγκατάσταση καύσης κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, εκφραζόμενο επί τοις εκατόν·

«πουλερικά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό 2 των περί της Υγείας των Ζώων (Υγειονομικοί Όροι που διέπουν το Εμπόριο Πουλερικών και Αυγών για Επώαση) Κανονισμών·

«πτητική οργανική ένωση» ή «ΠΟΕ» σημαίνει κάθε οργανική ένωση καθώς και το κλάσμα κρεωσότου, που έχει-

(α) τάση ατμών 0,01 kPa ή μεγαλύτερη σε θερμοκρασία 293,15 Κ, ή

(β) ανάλογη πτητικότητα στις συγκεκριμένες συνθήκες χρήσης·

«ρύπανση» σημαίνει την άμεση ή έμμεση εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, στα νερά και/ή στο έδαφος, ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου που ενδέχεται να βλάψουν την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, να υποβαθμίσουν υλικά αγαθά, να παραβλάψουν ή να εμποδίσουν την ψυχαγωγική λειτουργία, καθώς και τις άλλες νόμιμες χρήσεις του περιβάλλοντος·

«συμπεράσματα ΒΔΤ» σημαίνει έγγραφο που καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, το οποίο αποτελεί μέρος του εγγράφου αναφοράς ΒΔΤ και περιλαμβάνει τα συμπεράσματα σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, την περιγραφή τους, πληροφορίες για την εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής τους, τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, τη σχετική παρακολούθηση, τα αντίστοιχα επίπεδα κατανάλωσης και, κατά περίπτωση, τα συναφή μέτρα αποκατάστασης χώρου·

«Συμφωνία ΕΟΧ» σημαίνει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 17 Μαρτίου 1993·

«Τεχνική Επιτροπή» σημαίνει την επιτροπή που ιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6·

«υπόγεια ύδατα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Προστασίας και Διαχείρισης των Υδάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«φορέας εκμετάλλευσης» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου -

(α) το οποίο λειτουργεί ή ελέγχει, εν όλω ή εν μέρει, την εγκατάσταση ή την εγκατάσταση καύσης ή την εγκατάσταση αποτέφρωσης αποβλήτων ή την εγκατάσταση συναποτέφρωσης αποβλήτων, ή

(β) στο οποίο έχει εκχωρηθεί αποφασιστική οικονομική εξουσία για την τεχνική της λειτουργία:

Νοείται ότι, στην περίπτωση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η εν λόγω εκχώρηση γίνεται βάσει νομοθεσίας·

«ώρες λειτουργίας» σημαίνει το χρόνο, εκπεφρασμένο σε ώρες, κατά τον οποίο μια εγκατάσταση καύσης, εν όλω ή εν μέρει, λειτουργεί και απορρίπτει εκπομπές στην ατμόσφαιρα, εξαιρουμένων των περιόδων έναρξης και παύσης λειτουργίας.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, «βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές» ή «ΒΔΤ» σημαίνει το πλέον αποτελεσματικό και προηγμένο στάδιο εξέλιξης των δραστηριοτήτων και των μεθόδων λειτουργίας τους, που αποδεικνύει την πρακτική καταλληλότητα συγκεκριμένων τεχνικών να συνιστούν τη βάση των οριακών τιμών εκπομπής και άλλων όρων λειτουργίας, για την αποφυγή και, όταν αυτό δεν είναι πρακτικά εφικτό, τη μείωση των εκπομπών και των επιπτώσεων στο περιβάλλον στο σύνολό του, όπου -

(α) «τεχνικές» περιλαμβάνουν τόσο την τεχνολογία που χρησιμοποιείται όσο και τον τρόπο σχεδιασμού, κατασκευής, συντήρησης, λειτουργίας και παροπλισμού της εγκατάστασης·

(β) «διαθέσιμες τεχνικές» σημαίνει τις αναπτυχθείσες σε κλίμακα που επιτρέπει την εφαρμογή τους στον οικείο βιομηχανικό κλάδο, υπό οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες συνθήκες, λαμβανομένων υπόψη του κόστους και των πλεονεκτημάτων, ανεξαρτήτως του αν οι ως άνω τεχνικές χρησιμοποιούνται ή παράγονται στη Δημοκρατία, εφόσον εξασφαλίζεται η πρόσβαση του φορέα εκμετάλλευσης σε αυτές με λογικούς όρους· και

(γ) «βέλτιστες» σημαίνει τις πλέον αποτελεσματικές, όσον αφορά την επίτευξη υψηλού γενικού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος, στο σύνολό του, διαθέσιμες τεχνικές.