50.-(1)Κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2016 έως την 31ης Δεκεμβρίου 2023, η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιτρέψει σε εγκαταστάσεις καύσης παρέκκλιση από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις οριακές τιμές εκπομπής των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 47 και από τα ποσοστά αποθείωσης του άρθρου 48, κατά περίπτωση, καθώς και από την υπαγωγή τους στο μεταβατικό εθνικό σχέδιο που προβλέπεται στο άρθρο 49, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (3) και (4), ο φορέας εκμετάλλευσης δεσμεύεται, με γραπτή δήλωση, η οποία υποβάλλεται το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014 στην Αρμόδια Αρχή, να μην λειτουργήσει την εγκατάσταση καύσης για περισσότερο από δεκαεπτά χιλιάδες πεντακόσιες (17500) ώρες λειτουργίας από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 31η Δεκεμβρίου 2023, το αργότερο,
(β) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (3), ο φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει ετησίως στην Αρμόδια Αρχή στοιχεία που αφορούν τον αριθμό των ωρών λειτουργίας της εγκατάστασης καύσης από την 1η Ιανουαρίου 2016,
(γ) εξαιρουμένων των εγκαταστάσεων καύσης, στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (δ), οι οριακές τιμές εκπομπής διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου και σκόνης που καθορίζονται στην Άδεια και είναι σε ισχύ στις 31 Δεκεμβρίου 2015, σύμφωνα με τις διατάξεις-
(i) του περί της Ολοκληρωμένης Πρόληψης και Ελέγχου της Ρύπανσης Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και
(ii) των περί Ελέγχου της Ρύπανσης της Ατμόσφαιρας (Περιορισμός Εκπομπών Ορισμένων Ρύπων από Μεγάλες Εγκαταστάσεις Καύσης) Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται,
είναι σε ισχύ τουλάχιστον για την υπόλοιπη διάρκεια της λειτουργίας της εγκατάστασης καύσης,
(δ) οι εγκαταστάσεις καύσης με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ άνω των 500 MW που χρησιμοποιούν στερεά καύσιμα, οι οποίες έλαβαν άδεια εκπομπής αερίων αποβλήτων για πρώτη φορά μετά την 1η Ιουλίου 1987, συμμορφώνονται προς τις οριακές τιμές εκπομπής οξειδίων του αζώτου του Μέρους 1 του Παραρτήματος VI, και
(ε) η εγκατάσταση καύσης δεν εξαιρείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 47.
(2)(α) Η Αρμόδια Αρχή διαβιβάζει, το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2016, στην Επιτροπή κατάλογο των εγκαταστάσεων καύσης, στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (1), περιλαμβανομένων των ακολούθων στοιχείων:
(i) της συνολικής ονομαστικής θερμικής ισχύος αυτών,
(ii) των χρησιμοποιούμενων τύπων καυσίμων, και
(iii) των εν ισχύ οριακών τιμών εκπομπής διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου και σκόνης.
(β) Για τις εγκαταστάσεις καύσης, στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (1), η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει ετησίως την Επιτροπή για τον αριθμό των ωρών λειτουργίας, αρχής γενομένης την 1η Ιανουαρίου 2016.
(3) Σε περίπτωση που-
(α) στις 6 Ιανουαρίου 2011 μια εγκατάσταση καύσης αποτελούσε μέρος μικρού απομονωμένου συστήματος,
(β) κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο (α) αντιπροσώπευε τουλάχιστον το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια εντός του συστήματος αυτού, και
(γ) εξαιτίας των τεχνικών της χαρακτηριστικών αδυνατεί να συμμορφωθεί με τις οριακές τιμές εκπομπής των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 47,
ο αριθμός των ωρών λειτουργίας που καθορίζεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) καθορίζεται στις δεκαοκτώ χιλιάδες (18000), αρχίζοντας από την 1η Ιανουαρίου 2020 και τελειώνοντας την 31η Δεκεμβρίου 2023 και η ημερομηνία που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και στο εδάφιο (2) είναι η 1η Ιανουαρίου 2020.
(4) Στην περίπτωση εγκατάστασης καύσης συνολικής ονομαστικής θερμικής ισχύος άνω των 1500 MW, η οποία έχει αρχίσει να λειτουργεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1986 και χρησιμοποιεί εγχώρια στερεά καύσιμα με-
(α) καθαρή θερμογόνο ισχύ μικρότερη των 5800 kJ/kg,
(β) περιεκτικότητα σε υγρασία άνω του σαράντα πέντε τοις εκατό (45%) κατά βάρος,
(γ) συνδυασμένη περιεκτικότητα υγρασίας και τέφρας άνω του εξήντα τοις εκατό (60%) κατά βάρος, και
(δ) περιεκτικότητα οξειδίου του ασβεστίου στη στάχτη άνω του δέκα τοις εκατό (10%),
ο αριθμός των ωρών λειτουργίας που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου καθορίζεται στις τριάντα δύο χιλιάδες (32000).