2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο -
«αρμόδια αρχή κράτους μέλους καταγωγής», αναφορικά με ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας, σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς∙
«αρμόδιες αρχές» σημαίνει εθνικές αρχές των κρατών μελών οι οποίες έχουν επιφορτιστεί, με νόμο ή με κανονιστική ρύθμιση, με την εποπτεία των ΔΟΕΕ∙
«αρμόδιες αρχές», αναφορικά με θεματοφύλακα, σημαίνει οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες:
(α) εάν ο θεματοφύλακας είναι πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο ή σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους η οποία ενσωματώνει την Οδηγία 2006/48/ΕΚ, τις αρμόδιες αρχές κατά την παράγραφο 4 του Άρθρου 4 αυτής της Οδηγίας,
(β) εάν ο θεματοφύλακας είναι επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο, όπως αυτός διορθώθηκε, ή σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους η οποία ενσωματώνει την Οδηγία 2004/39/ΕΚ, τις αρμόδιες αρχές κατά το σημείο 22) της παραγράφου 1 του Άρθρου 4 αυτής της Οδηγίας,
(γ) εάν ο θεματοφύλακας εμπίπτει σε κατηγορία ιδρύματος που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 23, τις εθνικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του οι οποίες έχουν επιφορτιστεί, με νόμο ή με κανονιστική ρύθμιση, με την εποπτεία τέτοιας κατηγορίας ιδρύματος,
(δ) εάν ο θεματοφύλακας είναι οντότητα η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (5) του άρθρου 23, τις εθνικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο αυτή η οντότητα έχει το εγγεγραμμένο γραφείο ή την καταστατική της έδρα, οι οποίες αρχές έχουν επιφορτιστεί, με νόμο ή με κανονιστική ρύθμιση, με την εποπτεία αυτής της οντότητας ή, κατά περίπτωση, το επίσημο όργανο που είναι αρμόδιο για την καταχώρηση ή την εποπτεία της οντότητας, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους σε αυτήν κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς,
(ε) εάν ο θεματοφύλακας ορίζεται ως τέτοιος για ΟΕΕ εκτός ΕΕ σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (7) του άρθρου 23 και δεν είναι μία από τις οντότητες που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος ορισμού, τις σχετικές εθνικές αρχές της τρίτης χώρας όπου ο θεματοφύλακας έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του ή την καταστατική του έδρα∙
«αρχικό κεφάλαιο» σημαίνει τα κεφάλαια σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου του Άρθρου 57 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ∙
«βασικός μεσίτης» σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα, ρυθμιζόμενη επιχείρηση επενδύσεων ή άλλη οντότητα-
(α) που υπόκειται σε διαρκή προληπτική εποπτεία, και
(β) προσφέρει μία ή περισσότερες υπηρεσίες σε επαγγελματίες επενδυτές, πρώτιστα για τη χρηματοδότηση ή την πραγματοποίηση συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα ως αντισυμβαλλόμενο μέρος, και
(γ) μπορεί επίσης να παρέχει άλλες υπηρεσίες, όπως εκκαθάριση και διακανονισμό συναλλαγών, υπηρεσίες θεματοφυλακής, δανεισμού τίτλων, ειδικά προσαρμοσμένη τεχνολογία και μέσα και εγκαταστάσεις επιχειρησιακής υποστήριξης∙
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία∙
«διάθεση μεριδίων» σημαίνει κάθε άμεση ή έμμεση προσφορά ή τοποθέτηση, με πρωτοβουλία του ΔΟΕΕ ή στο όνομα του ΔΟΕΕ, μεριδίων ΟΕΕ τον οποίο ο εν λόγω ΔΟΕΕ διαχειρίζεται, σε επενδυτές οι οποίοι -
(α) εάν είναι φυσικά πρόσωπα, είναι εγκατεστημένοι στην ΕΕ ή,
(β) εάν είναι νομικά πρόσωπα, έχουν την καταστατική τους έδρα ή το εγγεγραμμένο τους γραφείο στην ΕΕ∙
ο όρος «διαθέτω μερίδια» έχει ανάλογη ερμηνεία∙
«διαχείριση ΟΕΕ» σημαίνει επιτέλεση τουλάχιστον των λειτουργιών διαχείρισης επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 6 για έναν ή περισσότερους ΟΕΕ∙ ο όρος «διαχειρίζομαι ΟΕΕ» έχει ανάλογη ερμηνεία∙
«ΔΟΕΕ» ή «Διαχειριστής Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων» σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο, η συνήθης δραστηριότητα του οποίου συνίσταται στη διαχείριση τουλάχιστον ενός ΟΕΕ∙
«ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ» ή «εκτός ΕΕ ΔΟΕΕ» σημαίνει ΔΟΕΕ που δεν είναι ΔΟΕΕ της ΕΕ∙
«ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας» σημαίνει ΔΟΕΕ του οποίου κράτος μέλος καταγωγής είναι η Δημοκρατία∙
«ΔΟΕΕ της ΕΕ» σημαίνει ΔΟΕΕ που έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του ή την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος.
«ΕΑΚΑΑ» ή « Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, η οποία συγκροτήθηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010∙
«εγκατεστημένος» σημαίνει -
(α) αναφορικά με ΔΟΕΕ, όπου έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του ή την καταστατική του έδρα,
(β) αναφορικά με ΟΕΕ, όπου έχει λάβει άδεια ή έχει καταχωριστεί, ή, εάν δεν έχει λάβει άδεια ούτε έχει καταχωριστεί, όπου έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του ή την καταστατική του έδρα,
(γ) αναφορικά με θεματοφύλακα, όπου έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του ή την καταστατική του έδρα ή υποκατάστημα,
(δ) αναφορικά με νόμιμο εκπρόσωπο που είναι νομικό πρόσωπο, όπου έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του ή την καταστατική του έδρα ή υποκατάστημα,
(ε) αναφορικά με νόμιμο εκπρόσωπο που είναι φυσικό πρόσωπο, όπου έχει τον τόπο κατοικίας του∙
«ΕΕ» σημαίνει -
(α) την Ευρωπαϊκή Ένωση, και
(β) τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, σε περίπτωση εφαρμογής της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ στον τελευταίο∙
«ειδική συμμετοχή» σημαίνει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ΔΟΕΕ, η οποία-
(α) αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το δέκα τοις εκατόν (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28, στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 29 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 30 του περί Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου, λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 34 και στα εδάφια (1) και (2) αυτού του Νόμου, ή
(β) επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση του ΔΟΕΕ στον οποίο υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή∙
«εκδότης» σημαίνει εκδότη κατά την έννοια του ορισμού του ιδίου όρου στο άρθρο 2 του περί Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου, ο οποίος έχει το εγγεγραμμένο γραφείο ή την καταστατική του έδρα στην ΕΕ και του οποίου οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια του ορισμού αυτής της ρυθμιζόμενης αγοράς στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε∙
«εκπρόσωποι των εργαζομένων» σημαίνει εκπροσώπους των εργαζομένων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί της Θέσπισης Γενικού Πλαισίου Ενημέρωσης και Διαβούλευσης των Εργοδοτουμένων Νόμου∙
«ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει τα σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο αναγκαία προσόντα για διορισμό του ως ελεγκτής εταιρείας∙
«έλεγχος» σημαίνει έλεγχο κατά την έννοια του Άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ∙
«ΕΟΧΔ» σημαίνει την Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, η οποία ιδρύθηκε με απόφαση της 15ης Συνόδου Κορυφής της Ομάδας των Επτά (G7) η οποία πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι από την 14η έως την 16η Ιουλίου 1989∙
«επαγγελματίας επενδυτής» σημαίνει επενδυτή που θεωρείται επαγγελματίας πελάτης, ή που μπορεί, κατόπιν αιτήματος, να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας πελάτης κατά την έννοια του Δεύτερου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε∙
«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» ή «Επιτροπή» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που διατηρήθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο όπως διορθώθηκε∙
«επιχείρηση επενδύσεων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» από το εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε∙
«εποπτικές αρχές», αναφορικά με εκτός ΕΕ ΔΟΕΕ, σημαίνει εθνικές αρχές τρίτης χώρας, οι οποίες έχουν εξουσιοδοτηθεί με νόμο ή με κανονιστική ρύθμιση να εποπτεύουν το ΔΟΕΕ∙
«εποπτικές αρχές», αναφορικά με εκτός ΕΕ ΟΕΕ, σημαίνει εθνικές αρχές τρίτης χώρας, οι οποίες έχουν εξουσιοδοτηθεί με νόμο ή με κανονιστική ρύθμιση να εποπτεύουν τον ΟΕΕ∙
«ΕΣΣΚ» ή «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή που ιδρύθηκε με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου»∙
«εταιρεία συμμετοχών» σημαίνει εταιρεία, με συμμετοχή σε μία ή περισσότερες άλλες εταιρείες -
(α) η οποία έχει ως εμπορικό σκοπό την εφαρμογή επιχειρηματικής στρατηγικής ή στρατηγικών δια μέσου είτε θυγατρικών της είτε συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών της είτε συμμετοχών της σε άλλες εταιρείες, αποσκοπώντας στην αύξηση της μακροπρόθεσμης αξίας των εν λόγω θυγατρικών, συνδεδεμένων εταιρειών ή/και συμμετοχών, και
(β) η οποία -
(i) ενεργεί για δικό της λογαριασμό και της οποίας οι μετοχές έχουν εισαχθεί σε ρυθμιζόμενη αγορά της ΕΕ, ή
(ii) δεν έχει συσταθεί με κύριο σκοπό την εξασφάλιση κέρδους για τους επενδυτές της, μέσω εκποίησης συμμετοχών που κατέχει σε θυγατρικές της ή σε συνδεδεμένες με αυτήν εταιρείες, όπως καταδεικνύεται στην ετήσια έκθεσή της ή σε άλλα επίσημα στοιχεία∙
«ευρύ επενδυτικό κοινό» σημαίνει επενδυτές οι οποίοι δεν είναι επαγγελματίες επενδυτές∙
«θυγατρική επιχείρηση» σημαίνει θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου∙
«ίδια κεφάλαια» σημαίνει τα κεφάλαια κατά την έννοια των Άρθρων 56 έως 67 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ∙
«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2011/61/ΕΕ∙
«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 231/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 231/2013 της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2012 προς συμπλήρωση της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εξαιρέσεις, τους γενικούς όρους λειτουργίας, τους θεματοφύλακες, τη μόχλευση, τη διαφάνεια και την εποπτεία»∙
«κείμενη νομοθεσία» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου∙
«κράτος μέλος» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
(α) κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
(β) σε περίπτωση εφαρμογής της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται∙
«κράτος μέλος αναφοράς» σημαίνει τη Δημοκρατία κατά την έννοια του άρθρου 50 του παρόντος Νόμου ή άλλο κράτος μέλος που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Άρθρου 37 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ∙
«κράτος μέλος καταγωγής», αναφορικά με ΔΟΕΕ, σημαίνει -
(α) το κράτος μέλος στο οποίο ο ΔΟΕΕ έχει το εγγεγραμμένο γραφείο ή την καταστατική του έδρα, ή
(β) αναφορικά με ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ, το κράτος μέλος αναφοράς∙
«κράτος μέλος καταγωγής», αναφορικά με ΟΕΕ, σημαίνει -
(α) εάν ο ΟΕΕ δεν έχει λάβει άδεια ή δεν έχει καταχωριστεί σε κράτος μέλος, το κράτος μέλος στο οποίο ο ΟΕΕ έχει το εγγεγραμμένο γραφείο, την καταστατική του έδρα ή/και τα κεντρικά γραφεία του∙
(β) το κράτος μέλος στο οποίο ο ΟΕΕ έχει λάβει άδεια λειτουργίας, ή έχει καταχωριστεί, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ή, σε περίπτωση περισσότερων αδειών ή καταχωρήσεων, το κράτος μέλος στο οποίο ο ΟΕΕ έχει λάβει άδεια ή έχει καταχωριστεί για πρώτη φορά, ή
«κράτος μέλος υποδοχής» αναφορικά με ΔΟΕΕ, σημαίνει κατά περίπτωση -
(α) το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο ΔΟΕΕ της ΕΕ διαχειρίζεται ΟΕΕ της ΕΕ, ή
(β) το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο ΔΟΕΕ της ΕΕ διαθέτει μερίδια ή μετοχές ΟΕΕ της ΕΕ, ή
(γ) το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο ΔΟΕΕ της ΕΕ διαθέτει μερίδια ή μετοχές ΟΕΕ εκτός ΕΕ, ή
(δ) το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους αναφοράς, στο οποίο ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ διαχειρίζεται ΟΕΕ της ΕΕ, ή
(ε) το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους αναφοράς, στο οποίο ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ διαθέτει μερίδια ή μετοχές ΟΕΕ της ΕΕ, ή
(στ) το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους αναφοράς, στο οποίο ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ διαθέτει μερίδια ή μετοχές ΟΕΕ εκτός ΕΕ∙
«κύριος ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ στον οποίο επενδύει ή έχει έκθεση ένας άλλος ΟΕΕ, σύμφωνα με τον ορισμό του όρου «τροφοδοτικός ΟΕΕ» στο παρόν εδάφιο∙
«μερίδια ΟΕΕ» ή «μερίδια» αναφορικά με ΟΕΕ σημαίνει -
(α) μερίδια ΟΕΕ συμβατικής μορφής ή με τη μορφή του καταπιστεύματος, ή
(β) μετοχές ΟΕΕ καταστατικής μορφής∙
«μη εισηγμένη εταιρεία» σημαίνει εταιρεία η οποία έχει το εγγεγραμμένο γραφείο ή την καταστατική της έδρα στην ΕΕ και της οποίας οι μετοχές δεν έχουν εισαχθεί σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια του ορισμού αυτής της ρυθμιζόμενης αγοράς από το εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε∙
«μητρική επιχείρηση» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου∙
«μόχλευση» σημαίνει μέθοδο με την οποία ο ΔΟΕΕ αυξάνει την έκθεση σε κινδύνους ενός ΟΕΕ τον οποίον διαχειρίζεται, είτε δια μέσου δανειοληψίας μετρητών ή κινητών αξιών είτε δια μέσου ενσωματωμένης μόχλευσης σε θέσεις παραγώγων είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
«νόμιμος εκπρόσωπος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει -
(α) εάν είναι φυσικό πρόσωπο, τον τόπο κατοικίας του στην ΕΕ, ή
(β) εάν είναι νομικό πρόσωπο, το εγγεγραμμένο γραφείο ή την καταστατική του έδρα στην ΕΕ,
και το οποίο, ύστερα από ρητή εξουσιοδότηση ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ, ενεργεί στο όνομα αυτού του ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ και στο οποίο μπορούν να απευθύνονται οι εντός της ΕΕ αρχές, πελάτες, όργανα και αντισυμβαλλόμενοι του εκτός ΕΕ ΔΟΕΕ, αντί να απευθύνονται στον ίδιο τον εκτός ΕΕ ΔΟΕΕ, όσον αφορά τις υποχρεώσεις αυτού του εκτός ΕΕ ΔΟΕΕ, στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος Νόμου∙
«οδηγία» σημαίνει κανονιστικού περιεχομένου οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙
«Οδηγία 83/349/ΕΟΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Έβδομη Οδηγία του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2009/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 2009∙
«Οδηγία 2003/41/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2003 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011∙
«Οδηγία 2003/71/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουνίου 2003 σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της Οδηγίας 2001/34/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010∙
«Οδηγία 2004/39/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010∙
«Οδηγία 2006/48/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011∙
«Οδηγία 2006/49/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010∙
«Οδηγία 2009/65/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011∙
«Οδηγία 2011/61/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010»∙
«ΟΕΕ» ή «Οργανισμός Εναλλακτικών Επενδύσεων» σημαίνει οποιονδήποτε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων, περιλαμβανομένων των επενδυτικών τμημάτων, ο οποίος -
(α) συγκεντρώνει κεφάλαια από αριθμό επενδυτών, με σκοπό την επένδυσή τους σύμφωνα με καθορισμένη επενδυτική πολιτική, προς όφελος αυτών των επενδυτών, και
(β) δεν έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί του Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ή σύμφωνα με την νομοθεσία άλλου κράτους μέλους η οποία ενσωματώνει το Άρθρο 5 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ∙
«ΟΕΕ εκτός ΕΕ» ή «εκτός ΕΕ ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ που δεν είναι ΟΕΕ της ΕΕ∙
«ΟΕΕ της ΕΕ» σημαίνει -
(α) ΟΕΕ που έχει λάβει άδεια ή έχει καταχωριστεί σε κράτος μέλος, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, ή
(β) ΟΕΕ που δεν έχει λάβει άδεια ούτε έχει καταχωριστεί σε κράτος μέλος, αλλά έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του ή την καταστατική του έδρα και /ή τα κεντρικά γραφεία του σε κράτος μέλος∙
«οντότητα ειδικού σκοπού τιτλοποίησης» σημαίνει οντότητα που έχει ως μοναδικό σκοπό τη διεξαγωγή τιτλοποίησης ή τιτλοποιήσεων κατά την έννοια της παραγράφου 2 του Άρθρου 1 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 24/2009 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 19ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού των χρηματοδοτικών εταιρειών ειδικού σκοπού οι οποίες μετέχουν σε συναλλαγές τιτλοποίησης (ΕΚΤ/2008/30)» και άλλες δραστηριότητες κατάλληλες για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού∙
«ΟΟΣΑ» σημαίνει τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ο οποίος ιδρύθηκε το 1960 με τη Συνθήκη για τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης∙
«ΟΣΕΚΑ» σημαίνει οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες οι οποίοι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί του Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ή σύμφωνα με την νομοθεσία άλλου κράτους μέλους η οποία ενσωματώνει το Άρθρο 5 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ∙
«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει τράπεζα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα∙
«στενοί δεσμοί», αναφορικά με δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, σημαίνει την κατάσταση κατά την οποία αυτά τα πρόσωπα συνδέονται -
(α) με σχέση συμμετοχής, δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, ποσοστού τουλάχιστον είκοσι τοις εκατόν (20%) του κεφαλαίου επιχείρησης ή των δικαιωμάτων ψήφου, ή
(β) με σχέση ελέγχου, δηλαδή με σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή με παρόμοια σχέση μεταξύ φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης, για δε τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, θυγατρική επιχείρηση άλλης θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης αυτών των θυγατρικών, ή
(γ) με σχέση ελέγχου, μόνιμα με το αυτό πρόσωπο ∙
«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος∙
«τροφοδοτικός ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ ο οποίος -
(α) επενδύει τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατόν (85%) των περιουσιακών του στοιχείων σε μερίδια άλλου ΟΕΕ (εφεξής «ο κύριος ΟΕΕ»), ή
(β) επενδύει τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατόν (85%) των περιουσιακών του στοιχείων σε περισσότερους του ενός κύριους ΟΕΕ, εφόσον αυτοί οι κύριοι ΟΕΕ έχουν ταυτόσημες επενδυτικές στρατηγικές, ή
(γ) έχει κατ’ άλλο τρόπο έκθεση ύψους τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατόν (85%) των περιουσιακών του στοιχείων σε έναν ή περισσότερους κύριους ΟΕΕ∙
«υποκατάστημα» σημαίνει έδρα εκμετάλλευσης του ΔΟΕΕ η οποία αποτελεί τμήμα του, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει μία ή περισσότερες υπηρεσίες για τις οποίες αυτός έχει λάβει άδεια∙ όλοι οι τόποι δραστηριοποίησης στο ίδιο κράτος μέλος, από ΔΟΕΕ με εγγεγραμμένο γραφείο ή καταστατική έδρα σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα∙
«χρηματοοικονομικό μέσο» σημαίνει οποιοδήποτε μέσο από τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε.
(2) Για τους σκοπούς του ορισμού του όρου «ίδια κεφάλαια» στο εδάφιο (1), εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών, τα Άρθρα 13 έως 16 της Οδηγίας 2006/49/ΕΚ για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων.
(3) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού κανονιστικές ή ατομικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως Οδηγία, Κανονισμό ή Απόφαση, σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός αν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.
(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με οδηγία της να θεσπίζει, με σκοπό τη διασφάλιση ομοιόμορφης εφαρμογής των κανόνων του παρόντος Νόμου, τεχνικούς κανόνες για τον προσδιορισμό των τύπων των ΔΟΕΕ.