10.(1) Ο Έφορος, χωρίς να επηρεάζονται οι όροι υπηρεσίας του που διαλαμβάνονται στη σχετική σύμβαση, μπορεί κατά τη διάρκεια της θητείας του να υποβάλει γραπτώς προς το Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτηση του.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο τερματίζει τις υπηρεσίες του Εφόρου, για τους ακόλουθους λόγους:
(α) αποτυχία στην εκτέλεση των όρων της σύμβασης του∙
(β) πνευματική ή σωματική ανικανότητα ή αναπηρία ή οποιαδήποτε ασθένεια, η οποία τον καθιστά ανίκανο να εκπληρώνει επαρκώς τα καθήκοντα του·
(γ) ανάρμοστη συμπεριφορά ή συστηματική απουσία ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του·
(δ) παραβίαση διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(ε) κήρυξή του σε κατάσταση πτώχευσης·
(στ) παραπομπή σε δίκη ενώπιον Κακουργοδικείου, λόγω διάπραξης ποινικού αδικήματος·
(ζ) οποιοδήποτε άλλο λόγο που αιτιολογημένα κατά την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου καθιστά αναγκαίο τον τερματισμό των υπηρεσιών του Εφόρου.
(3) Η σύμβαση απασχόλησης του Εφόρου, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), δύναται να περιλαμβάνει όρο, με βάση τον οποίο, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να τερματίζει πρόωρα τις υπηρεσίες του έναντι καταβολής αποζημίωσης που καθορίζεται στη σύμβαση.