11.(1) Εάν η φύση ή η διάρκεια των μέτρων αναστολής ή των εναλλακτικών κυρώσεων ή η διάρκεια της περιόδου αναστολής είναι ασυμβίβαστες με το κυπριακό δίκαιο, η αρμόδια αρχή εκτέλεσης μπορεί να τις προσαρμόζει, ως προς τη φύση και τη διάρκειά τους, σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία για ανάλογα αδικήματα και το προσαρμοσμένο μέτρο αναστολής ή η εναλλακτική κύρωση πρέπει να αντιστοιχεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό προς το μέτρο ή την κύρωση που έχει επιβληθεί στο κράτος έκδοσης.
(2) Όταν το μέτρο αναστολής, η εναλλακτική κύρωση ή η περίοδος αναστολής προσαρμόζεται διότι έχει διάρκεια που υπερβαίνει τη μέγιστη προβλεπόμενη από το κυπριακό δίκαιο, η διάρκεια του προσαρμοσμένου μέτρου αναστολής, της εναλλακτικής κύρωσης ή της περιόδου αναστολής δεν είναι κατώτερη της μέγιστης διάρκειας που προβλέπεται για ανάλογα αδικήματα κατά το κυπριακό δίκαιο και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να έχει αυστηρότερο χαρακτήρα ή μεγαλύτερη διάρκεια από το μέτρο αναστολής, την εναλλακτική κύρωση ή την περίοδο αναστολής που επεβλήθη αρχικά.
(3) Μετά την παραλαβή των πληροφοριών όπως προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, ή στο εδάφιο (5) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου, και μέσα σε διάστημα το αργότερο δέκα (10) ημερών από την παραλαβή, η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης μπορεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει αρχίσει ακόμη η εποπτεία στη Δημοκρατία, να αποφασίσει να ανακαλέσει τη βεβαίωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου.