13.(1) Η αρμόδια αρχή εκτέλεσης δύναται να αρνηθεί να αναγνωρίσει τη δικαστική απόφαση, και, ανάλογα με την περίπτωση, την απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους και να δώσει οδηγίες στην αρμόδια αρχή να αναλάβει την ευθύνη για την εποπτεία των μέτρων αναστολής ή των εναλλακτικών κυρώσεων, εάν ισχύει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Η βεβαίωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, είναι ελλιπής ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στη δικαστική απόφαση ή στην απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους και δεν συμπληρώθηκε ούτε διορθώθηκε εντός της προθεσμίας ως ορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 10 του παρόντος Νόμου· ή
(β) δεν πληρούνται τα κριτήρια του εδαφίου (1) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου· ή
(γ) η αναγνώριση της δικαστικής απόφασης και η ανάληψη της ευθύνης για την εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων θα ήταν αντίθετες προς τη βασική αρχή ότι ουδείς δικάζεται για δεύτερη φορά για το ίδιο αδίκημα (ne bis in idem)· ή
(δ) πρόκειται για περίπτωση που δεν εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου, και η απόφαση αφορά πράξη η οποία δεν συνιστά αδίκημα σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο:
(ε) σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, υφίσταται ασυλία που καθιστά αδύνατη την εποπτεία των μέτρων αναστολής ή των εναλλακτικών κυρώσεων· ή
(στ) σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, ο καταδικασθείς δεν μπορεί να θεωρηθεί, λόγω της ηλικίας του, ποινικά υπεύθυνος για την πράξη για την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση· ή
(ζ) σύμφωνα με τη βεβαίωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη για την οποία εκδόθηκε η απόφαση, εκτός εάν στη βεβαίωση αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, βάσει περαιτέρω δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης-
(i) σε κατάλληλο χρόνο, είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, είτε είχε με οποιοδήποτε άλλο μέσο ενημερωθεί πραγματικά και επίσημα για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε σε γνώση της προγραμματισμένης δίκης και είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη· ή
(ii) γνώριζε για την προγραμματισμένη δίκη και είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίο διόρισε είτε το ίδιο το πρόσωπο, είτε το κράτος έκδοσης να το εκπροσωπήσει στη δίκη, και εκπροσωπήθηκε όντως από το δικηγόρο στη δίκη∙ ή
(iii) αφού του επιδόθηκε η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, δήλωσε ρητά ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση ή δεν ζήτησε να δικαστεί εκ νέου ή δεν άσκησε άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο εντός της ισχύουσας προθεσμίας· ή
(θ) η δικαστική απόφαση, και, ανάλογα με την περίπτωση, η απόφαση περί απόλυσης υπό όρους προβλέπει ιατρική ή θεραπευτική αγωγή, την οποία, παρά τις διατάξεις του εδάφιο (2) του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου, η Δημοκρατία δεν μπορεί να επιβλέψει· ή
(ι) το μέτρο αναστολής ή η εναλλακτική κύρωση έχει διάρκεια μικρότερη των έξι (6) μηνών· ή
(ια) η απόφαση σχετίζεται με ποινικό αδίκημα το οποίο σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο θεωρείται ότι τελέστηκε εν όλω ή εν μέρει εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας ή σε εξομοιούμενο προς αυτή τόπο.
(2) Απόφαση για αδικήματα που τελούνται εν μέρει στο έδαφος ή σε τόπο που εξομοιώνεται με το έδαφός της, βάσει της παραγράφου (ια) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις με γνώμονα τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης και κυρίως με το εάν μείζον ή ουσιώδες τμήμα της επίδικης πράξης έλαβε χώρα στο κράτος έκδοσης.
(3) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (α), (β), (γ), (η), (θ), (ι) και (ια), του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή εκτέλεσης, πριν αποφασίσει να αρνηθεί την αναγνώριση της δικαστικής απόφασης, και, ανάλογα με την περίπτωση, την απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους, επικοινωνεί με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και της ζητεί να παράσχει αμελλητί, εφόσον απαιτείται, όλες τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες για να αποφασίσει.
(4) Όταν η αρμόδια αρχή εκτέλεσης έχει αποφασίσει να επικαλεσθεί λόγο άρνησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και ιδίως το λόγο που αναφέρεται στις παραγράφους (δ) ή (ια) του εδαφίου αυτού, δύναται μετά από συμφωνία με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης να αποφασισθεί ότι θα εποπτεύσει τα μέτρα αναστολής ή τις εναλλακτικές κυρώσεις που επιβάλλονται με τη δικαστική απόφαση, και ανάλογα με την περίπτωση, με την απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους, χωρίς όμως να αναλάβει την ευθύνη για τη λήψη οποιασδήποτε από τις αποφάσεις οι οποίες προβλέπονται στις παραγράφους (α), (β) και ( γ) του εδάφιου (3) του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου.