4.-(1)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο, με αιτιολογημένη απόφασή του, διορίζει ως Έφορο Φορολογίας, πρόσωπο το οποίο -
(i) προτείνεται από τον Υπουργό Οικονομικών· και
(ii) δεν υπερβαίνει την ηλικία των 65 ετών κατά την ημερομηνία διορισμού του· και
(iii) είναι κρατικός υπάλληλος ή μη, υψηλού επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου και εγνωσμένης μόρφωσης και πείρας σε φορολογικά θέματα και στην περί φορολογίας νομοθεσία της Δημοκρατίας ή άλλων χωρών.
(β) Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν διορίζει ως Έφορο Φορολογίας πρόσωπο για το οποίο υφίσταται οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που προβλέπεται στο εδάφιο (12).
(γ) Αμέσως μετά το διορισμό του Εφόρου Φορολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), ενημερώνεται η Βουλή των Αντιπροσώπων γραπτώς για το διορισμό.
(2) Ο Έφορος Φορολογίας υπηρετεί υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
(3) Με σκοπό τη διασφάλιση της εναλλαγής του Εφόρου Φορολογίας και με την επιφύλαξη της παραγράφου (ε) του εδαφίου (10), η θητεία του Έφορου Φορολογίας είναι πενταετής και δύναται με την επιφύλαξη του εδαφίου (1), να ανανεωθεί μόνο μία φορά.
(4)(α) Σε περίπτωση που η θέση του Έφορου Φορολογίας κενωθεί πριν από τη λήξη της θητείας του, το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, προβαίνει στο διορισμό νέου Εφόρου Φορολογίας, του οποίου η θητεία είναι πενταετής και δύναται να ανανεωθεί, με την επιφύλαξη του εδαφίου (1), μόνο μία φορά.
(β) Η τυχόν κενή θέση του Εφόρου Φορολογίας δεν επηρεάζει την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων του Τμήματος Φορολογίας.
(5) Η θητεία του Εφόρου Φορολογίας αρχίζει κατά την ημερομηνία που το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει το διορισμό του βάσει του εδαφίου (1), (3) ή (4). Ο εν λόγω διορισμός δημοσιεύεται, για σκοπούς ενημέρωσης, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(6) Ελάττωμα αναφορικά με το διορισμό του Εφόρου Φορολογίας δεν επηρεάζει την εκπλήρωση είτε των δικών του αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων είτε αυτών του Τμήματος Φορολογίας γενικά.
(7)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει, με απόφασή του, τους όρους εργασίας, την αντιμισθία, η οποία πρέπει να είναι στο πλαίσιο που καθορίζεται στο σχετικό προϋπολογισμό του Τμήματος Φορολογίας, και τα άλλα ωφελήματα του Εφόρου Φορολογίας. Στα ωφελήματά του μπορεί να περιληφθεί και εφάπαξ φιλοδώρημα κατά τη λήξη της θητείας του, που όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το άθροισμα ενός μηνιαίου μισθού για κάθε έτος υπηρεσίας, όμως το φιλοδώρημα αυτό δεν καταβάλλεται αν ο διορισθείς κηρύσσεται έκπτωτος με βάση την παράγραφο (α) του εδαφίου (12)· η σύμβαση απασχόλησης του Εφόρου Φορολογίας περιλαμβάνει όρο, διά του οποίου ο Έφορος Φορολογίας συμφωνεί όπως υποβάλλει στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας κατάσταση περιουσίας για τον ίδιο και τα μέλη της άμεσης οικογένειάς του -
(i) εντός δύο μηνών από το διορισμό του· και
(ii) κατά το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους της περιόδου της θητείας του.
(β) Ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, αφού εξετάσει την εν λόγω κατάσταση, υποβάλλει σχετική έκθεση στο Υπουργικό Συμβούλιο για τις δικές του ενέργειες, όπου αυτό απαιτείται.
(γ) Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν τροποποιεί κατά δυσμενή τρόπο τους όρους εργασίας, την αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα που καθορίζονται βάσει της παραγράφου (α), κατά τη διάρκεια της θητείας του Εφόρου Φορολογίας, για τον οποίο οι εν λόγω όροι εργασίας, η αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα είχαν ούτως καθοριστεί.
(8) Ο Έφορος Φορολογίας υπόκειται στο ωράριο εργασίας στο οποίο υπόκεινται οι δημόσιοι υπάλληλοι, που υπηρετούν στο Τμήμα Φορολογίας.
(9)(α) Ο Έφορος Φορολογίας δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία ή να ασχολείται σε επιχείρηση οποιασδήποτε φύσης ή να δέχεται με πληρωμή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση πέραν των καθηκόντων του.
(β) Σε περίπτωση διορισμού, ως Εφόρου Φορολογίας, υπαλλήλου που κατέχει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία ή σε δήμο ή σε άλλο νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, τότε η αρχή που τον διόρισε ή προήγαγε στην εν λόγω θέση οφείλει να του παράσχει άδεια άνευ απολαβών, για όλη τη διάρκεια του διορισμού ως Έφορου Φορολογίας, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμει του οικείου νόμου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του διορισμού του, ο Έφορος Φορολογίας δεν διεκπεραιώνει τις αρμοδιότητες, εξουσίες και καθήκοντα της δημοσιοϋπαλληλικής θέσης που κατέχει.
(10) Η θέση του Εφόρου Φορολογίας κενούται -
(α) σε περίπτωση λήξης της θητείας του· ή
(β) σε περίπτωση θανάτου του· ή
(γ) σε περίπτωση παραίτησής του κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (11)· ή
(δ) σε περίπτωση κωλύματος στην άσκηση των καθηκόντων του για περίοδο πέραν των έξι μηνών· ή
(ε) σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της θητείας του, συμπληρώσει την ηλικία των 65 ετών· ή
(στ) σε περίπτωση έκπτωσής του, η οποία κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (12).
(11) Ο Έφορος Φορολογίας δύναται να υποβάλει γραπτώς στο Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτησή του από τη θέση του αυτή· η προαναφερόμενη παραίτηση δεν υπόκειται σε ανάκληση, επενεργεί δε αμέσως χωρίς να προαπαιτείται αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(12)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να κηρύξει έκπτωτο τον Έφορο Φορολογίας μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) εάν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης ή εάν εκδόθηκε κατ’ αυτού διάταγμα διορισμού συνδίκου ή αν ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του·
(ii) εάν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση φρενοβλάβειας ή άνοιας·
(iii) εάν καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα·
(iv) εάν λόγω πνευματικής ή/και σωματικής ανικανότητας ή/και αναπηρίας ή/και ασθένειας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του·
(v) εάν καταχράστηκε τη θέση του·
(vi) εάν παρέβηκε τον όρο της σύμβασής του, ο οποίος αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7)·
(vii) εάν –
(Α) αποδέχτηκε άλλο αξίωμα του οποίου η αμοιβή τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας ή/και αποδέχτηκε οποιαδήποτε θέση ή ιδιότητα στην κρατική υπηρεσία ή σε δήμο ή άλλο νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου δικαίου,
(Β) αποδέχτηκε οποιοδήποτε κομματικό αξίωμα,
(Γ) αποδέχτηκε ή διατήρησε απασχόληση σε εργασία, αξίωμα ή θέση, οπουδήποτε στον ιδιωτικό τομέα, έναντι αμοιβής οποιασδήποτε μορφής ή υπό περιστάσεις, υπό το φως των οποίων εύλογα αναμένεται η καταβολή αμοιβής, ανεξάρτητα αν όντως καταβάλλεται ή όχι.
(β) Πριν κηρύξει έκπτωτο τον Έφορο Φορολογίας δυνάμει της παραγράφου (α), το Υπουργικό Συμβούλιο παρέχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να του υποβάλει τις απόψεις του.
Στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμόζονται τα εδάφια (3), (4) και (6) του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(13)(α) Ο Έφορος Φορολογίας είναι υπεύθυνος για την πιστή, αποτελεσματική και αμερόληπτη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Μέχρι το τέλος Μαΐου του έτους 2015 και μέχρι το τέλος Μαΐου κάθε επόμενου ημερολογιακού έτους ο Έφορος Φορολογίας υποβάλλει έκθεση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού και στον Υπουργό Οικονομικών αναφορικά με τις εργασίες και την απόδοση του Τμήματος Φορολογίας για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος· ο Υπουργός Οικονομικών την υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο· ο Έφορος Φορολογίας καθιστά την έκθεση εύκολα προσβάσιμη στο ευρύ κοινό μέχρι το τέλος Ιουνίου κάθε ημερολογιακού έτους.
(β) Οι αρμοδιότητες, οι εξουσίες και τα καθήκοντα που χορηγούνται και επιβάλλονται, αντίστοιχα, από οποιοδήποτε νόμο, σχέδιο υπηρεσίας και κανονιστική διοικητική πράξη -
(i) στο Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, και
(ii) στον Έφορο Φόρου Εισοδήματος, και
(iii) στον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, και
(iv) στο Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων σε ό,τι αφορά την Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,
αίρονται από τα προαναφερόμενα πρόσωπα και ανατίθενται στον Έφορο Φορολογίας.
(γ) Οι ατομικές διοικητικές πράξεις, που εκδόθηκαν από πρόσωπο που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), (ii), (iii) ή (iv) της παραγράφου (β), συνεχίζουν να ισχύουν υπό τους όρους ή/και τις προϋποθέσεις που εκδόθηκαν, εκτός αν τροποποιηθούν ή ανακληθούν από τον Έφορο Φορολογίας.
(δ) Σύμβαση που συνάφθηκε από πρόσωπο που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i), (ii), (iii) ή (iv) της παραγράφου (β) συνεχίζει να ισχύει, ο δε Έφορος Φορολογίας θεωρείται ότι συνιστά συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση, αντί του εν λόγω προσώπου.
(14) Ο Έφορος Φορολογίας είναι ο προϊστάμενος του Τμήματος Φορολογίας και υπάγεται διοικητικά στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
(15) Όταν ο Έφορος Φορολογίας κρίνει ότι, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Τμήματος Φορολογίας, είναι αναγκαία η απόσπαση υπαλλήλων, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή η οποία δύναται να υποβάλει σχετική πρόταση στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία επιτροπή οφείλει να διενεργεί τις αναγκαίες αποσπάσεις λειτουργών βάσει του άρθρου 47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(16) Ο Έφορος Φορολογίας δύναται να αναθέτει καθήκοντα σε λειτουργό του Τμήματος Φορολογίας σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας υπό το οποίο ο λειτουργός υπηρετεί.
(17)(α) Σε περίπτωση που ο διορισμός του Εφόρου Φορολογίας ακυρωθεί με απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου ή για οποιονδήποτε λόγο η θέση κενωθεί, μέχρι την πλήρωση αυτής, όλες οι αρμοδιότητες, εξουσίες και τα καθήκοντα που ανατίθενται δυνάμει οποιασδήποτε νομοθεσίας στον Έφορο Φορολογίας, περιλαμβανομένων αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων που ανατίθενται στον Έφορο Φορολογίας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (13) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, ασκούνται από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
(β) Για οποιαδήποτε πράξη ή για οτιδήποτε έχει υποχρέωση ή εντέλλεται να πράξει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, δυνάμει της παραγράφου (α), δύναται να διενεργηθεί από οποιονδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει γραπτής εξουσιοδότησης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και οποιαδήποτε δήλωση υπογεγραμμένη από τον Γενικό Διευθυντή που πιστοποιεί ότι πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησής του, είναι δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.
(γ) Πρόσωπο ή λειτουργός που με βάση διαταγή ή έγκριση ή εξουσιοδότηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών μετέχει στην εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης ή καθήκοντος που αφορά αρμοδιότητα, η οποία δυνάμει νομοθεσίας απαιτείται να εκτελεστεί από λειτουργό, το εν λόγω πρόσωπο ή λειτουργός θεωρείται ότι είναι αρμόδιος λειτουργός για την εκτέλεση της πράξης αυτής ή του καθήκοντος.
(δ) Πρόσωπο ή λειτουργός, που ενεργεί δυνάμει των παραγράφων (β) και (γ) έχει όλες τις εξουσίες λειτουργού που αφορούν την πράξη ή το καθήκον που εκτελέστηκε ή πρόκειται να εκτελεστεί δυνάμει των εν λόγω παραγράφων.