2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αρμόδια αρχή» σημαίνει-
(α) αναφορικά με τη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζεται ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος, την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας·
(β) αναφορικά με τη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας·
(γ) αναφορικά με υπηρεσία σε νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, το διοικητικό όργανο το οποίο είναι αρμόδιο να διενεργεί διορισμούς στην υπηρεσία με βάση τον οικείο νόμο·
(δ) αναφορικά με υπηρεσία σε δήμο, το οικείο δημοτικό συμβούλιο·
(ε) αναφορικά με υπηρεσία σε κοινότητα, το οικείο κοινοτικό συμβούλιο·
(στ) αναφορικά με υπηρεσία σε συμβούλιο υδατοπρομήθειας, το οικείο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας· και
(ζ) αναφορικά με υπηρεσία σε συμβούλιο αποχετεύσεων, το οικείο Συμβούλιο Αποχετεύσεων·
«δημόσιος υπάλληλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου·
«δημοτικός υπάλληλος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει θέση στη δημοτική υπηρεσία, όπως αυτή καθορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 53 του περί Δήμων Νόμου·
«εκπαιδευτικός λειτουργός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου·
«κοινοτικός υπάλληλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «υπάλληλος» από το άρθρο 2 του περί Κοινοτήτων Νόμου·
«κομματικό αξίωμα» σημαίνει θέση στην ανώτατη οργανωτική δομή πολιτικού κόμματος ο κάτοχος της οποίας, με βάση το καταστατικό του πολιτικού κόμματος αυτού, επηρεάζει άμεσα τη διαμόρφωση πολιτικών ή εμπλέκεται άμεσα στην άσκηση πολιτικής εξουσίας·
«νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλήλων) Νόμου·
«οικείος νόμος» σημαίνει -
(α) όσον αφορά τη δημόσια υπηρεσία, τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο·
(β) όσον αφορά τη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο·
(γ) όσον αφορά τη δημοτική υπηρεσία, τον περί Δήμων Νόμο·
(δ) όσον αφορά την κοινοτική υπηρεσία, τον περί Κοινοτήτων Νόμο·
(ε) όσον αφορά νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, το νόμο ο οποίος διέπει τη σύσταση και λειτουργία νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου·
(στ) όσον αφορά συμβούλια υδατοπρομήθειας τον περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) Νόμο· και
(ζ) όσον αφορά συμβούλια αποχετεύσεων, τον περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμο·
«υπάλληλος» σημαίνει δημόσιο υπάλληλο, εκπαιδευτικό λειτουργό, δημοτικό υπάλληλο, κοινοτικό υπάλληλο, υπάλληλο νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, υπάλληλο Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας και υπάλληλο Συμβουλίου Αποχετεύσεων·
«υπάλληλος Συμβουλίου Αποχετεύσεων» σημαίνει πρόσωπο το οποίο διορίστηκε σε θέση στην υπηρεσία Συμβουλίου Αποχετεύσεων δυνάμει του άρθρου 15 του οικείου νόμου·
«υπάλληλος Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας» σημαίνει πρόσωπο το οποίο διορίστηκε σε θέση στην υπηρεσία Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας δυνάμει του άρθρου 14 του οικείου νόμου.