50.-(1) Το Συμβούλιο πριν από την επιβολή των προβλεπόμενων στον παρόντα Νόμο διοικητικών προστίμων, επιδίδει ειδοποίηση στα πρόσωπα, τα οποία κρίνει ότι παραβιάζουν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με την οποία καθορίζει -
(α) Την υποχρέωση ή τις υποχρεώσεις οι οποίες εκ πρώτης όψεως δυνατόν να παραβιάζονται· και
(β) προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης μέσα στην οποία το πρόσωπο αυτό δύναται να υποβάλει γραπτή ένσταση.
(2) Κατά την εξέταση οποιασδήποτε ένστασης, το Συμβούλιο δύναται αφού διαπιστώσει οποιαδήποτε παράβαση υποχρεώσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, να εκδώσει απόφαση με την οποία να διατάσσει το πρόσωπο που παραβιάζει τις υποχρεώσεις αυτές να επανορθώσει την παράβαση μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα το οποίο καθορίζει στην απόφασή του.
(3) Σε περίπτωση που πρόσωπο δεν συμμορφώνεται με την απόφαση του Συμβουλίου σύμφωνα με το εδάφιο (2), το Συμβούλιο δύναται να επιβάλει στο πρόσωπο αυτό διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Η αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου για επιβολή διοικητικού προστίμου επιδίδεται στο πρόσωπο το οποίο κρίθηκε ότι ευθύνεται για την παράβαση.
(5) Το διοικητικό πρόστιμο εισπράττεται από το Συμβούλιο μετά την πάροδο της προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμίας των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του Συμβουλίου για επιβολή του διοικητικού προστίμου ή σε περίπτωση που ασκήθηκε προσφυγή, μετά την έκδοση μη ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλομένων από το Συμβούλιο διοικητικών προστίμων, το Συμβούλιο λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στο Συμβούλιο.